Με αφορμή προχθεσινό βράδυ, με το οποίο αναθύμησα την ουσία που προσφέρουν τα ανοικτά μαγαζάκια, όπου βρίσκεσαι με την δικιά σου παρέα, μα νιώθεις τα γύρω τραπέζια το ίδιο κοντινά.
Πριν από μία εβδομάδα και μετά από μία περίοδο μισού έτους -ουσιαστικά- «ξεκλείδωσαν» τις πόρτες τους τα μαγαζιά της εστίασης. Με ελάχιστες οικονομικές ενισχύσεις για τους μαγαζάτορες -πολλοί από τους οποίους είναι μεγάλοι οικογενειάρχες- αλλά και τους υπαλλήλους, πολλοί από τους οποίους δεν ξαναβρήκαν την θέση τους στην δουλειά που είχαν πρότερα. Ένας κλάδος, του οποίου η συνεχής λειτουργία προ πανδημίας φαινόταν αυτονόητη, υπέστη δύο διακοπές που σίγουρα τον γονάτισαν, με αρκετές επιχειρήσεις να μην καταφέρνουν να ανοίξουν, και τις υπόλοιπες -μικρές και μεγάλες, θαρρώ- να προσπαθήσουν να ξανακερδίσουν τον χαμένο τζίρο του προηγούμενου εξαμήνου.
Δεν θα σταθεί αυτό το κείμενο στην κριτική των πολιτικών αποφάσεων περί της εστίασης, ωστόσο, όπως συνηθίζει ο γράφων. Αποφάσεις πάρθηκαν, μέλλουσες -δήθεν τετελεσμένες-αποφάσεις για το άνοιγμα αυτού του τομέα που ποτέ δεν έγιναν πραγματικότητα, με μία πανδημία που εν μέρει ανέδειξε την πραγματική θέση του ανθρώπου κόντρα στη φύση (εξαιτίας του αλόγιστου κερδοσκοπισμού) και εν μέρει δεν κατόρθωσαν οι πολιτικές ηγεσίες ανά τον πλανήτη να συμμορφωθούν σε κοινή διαχείριση, ακόμα και σε ένα πρόβλημα τέτοιας μαζικής, παγκόσμιας κλίμακας.
Το ζήτημα είναι ότι τα μαγαζιά άνοιξαν, και η πραγματική συμβολή τους αυτή τη φορά έγινε αντιληπτή από τους περισσότερους. Πέραν από την κατανάλωση, δηλαδή, και την βόλτα που συνδυάζεται με έναν καφέ ή μία μπύρα σε ένα στέκι, η ικανοποίηση του ανθρώπου για την κοινωνικοποίηση σε κανονικά πλαίσια, το οποίο συνδράμει στην ψυχοκοινωνική απελευθέρωση του καθενός από εμάς, οι οποίοι βρισκόμασταν έγκλειστοι στα σπίτια μας ή συναντιόμασταν σε κλειστούς χώρους (συντελώντας και στην διασπορά του ιού, ενδεχομένως). Μία έμφυτη ανάγκη του ανθρώπου από την στιγμή της δημιουργίας του, δηλαδή, η οποία αγνοήθηκε ή συζητήθηκε μεροληπτικά από τους ειδικούς και την κυβέρνηση…
Αυτές οι σκέψεις τριγυρνούσαν στο κεφάλι μου μετά την πρώτη φορά που βγήκα με συνηθισμένο αριθμό ατόμων, όχι ανά δυάδες ή τριάδες, και ήπιαμε μαζί, ανταλλάξαμε δύο πολιτικές κουβέντες, δυο πειράγματα, δυο κουτσομπολιά. Καθημερινό πράγμα, θα πει κανείς, μα αναγκαίο και τόσο ξεχασμένο στην εποχή του κορωνοϊού… Να απολαμβάνεις την μουσική (την παράνομη!) στο αγαπημένο σου στέκι, να ανταλλάζεις κάνα βλέμμα με καμιά ύπαρξη που σου έκανε την εντύπωση της βραδιάς, να πραγματοποιείς (επιτέλους!) καμιά καινούρια γνωριμία και παράλληλα να ξεφεύγεις λίγο από την αβέβαιη πραγματικότητα του σήμερα… Και κανάς καυγάς να ξεσπάσει, θα είναι η εκτόνωση/απόδραση της ημέρας (ας μην καταλήγουμε και στα νοσοκομεία, βέβαια…).
Σήμερα ένιωσα εμπειρικά και αποδεικτικά, ότι το κλείσιμο των μαγαζιών δεν αποφέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα, τουλάχιστον ψυχοκοινωνικά. Εκτός αν έχει κυριαρχήσει πλήρως ο τεχνοκρατισμός στην πολιτική, και ακόμα και η κοινωνική απόδραση κρίνεται επικίνδυνη για την παραγωγή κεφαλαίου. Πάντως, από το να συνωστίζονται μάζες πολιτών στα διάφορα πάρκα και τις πλατείες με “ευγενικές” χορηγίες αλκοόλ και μουσικής από ιδιώτες, σίγουρα δεν αποτελεί δείγμα ενδεικτικότερης αντιμετώπισης του ιού. Και για όσους σπεύδουν να «αμαυρώσουν» την εικόνα της χώρας στο πανδημιολογικό επίπεδο λόγω της εξόδου του κόσμου στα μαγαζάκια, όπου τουλάχιστον τηρούνται τα πρωτοφανή πρωτόκολλα υγείας… Ίδωμεν, μην είστε χαιρέκακοι και κακόβουλοι.
Παύλος Γιαννόπουλος... Αμέ, έχω και εγώ ένα όνομα. Ένα όνομα και ένα επίθετο, ανάμεσα σε τόσα άλλα στον κόσμο ετούτο. Ένας απλός φοιτητής του Καποδιστριακού, συγκεκριμένα στο τμήμα των Πολιτικών Επιστημών και Δημόσιας Διοίκησης, διαβάζοντας και γράφοντας συνεχώς, προσπαθώντας να αφυπνίσω συνειδήσεις προπαγανδίζοντας (αν υπάρχει τέτοια φράση), ώστε στον βαθμό που και εγώ μπορώ να δώσω το θετικό μου στίγμα σε μία Γη που βράζει. Σε κοινωνίες και άτομα που χρήζουν εν συναίσθησης και εν συνείδησης.
ΦΚ λέγεται το project που μπορεί να πετύχει και να μετουσιώσει τα παραπάνω. Mία φοιτητική ιστοσελίδα που χαρακτηρίζεται από μία ανιδιοτέλεια και μία αντικειμενική υποκειμενικότητα που στους καιρούς μας απουσιάζουν.