Του εξωτερικού μας συνεργάτη Ανδρέα-Γεώργιου Σκίννερ, φοιτητή στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου
Τον επόμενο μήνα θα πραγματοποιηθούν εκλογές στη Βραζιλία. Το βάρος αυτών των εκλογών στο παγκόσμιο πολιτικό οικοσύστημα είναι δύσκολο να περιγραφεί, χωρίς να φανεί υπερβολικό, όμως στην πραγματικότητα η «σύγκρουση» που έπεται γύρω από την Προεδρία της χώρας είναι δεδομένο πως θα προκαλέσει πολλαπλές αντιδράσεις στο παγκόσμιο στερέωμα.
Όπως συνηθίζεται στην αστική δημοκρατία, οι εκλογές εστιάζουν σε δύο κυρίως υποψηφίους. Ο ένας είναι ο σημερινός Πρόεδρος της Βραζιλίας, Ζαΐρ Μεσσίας Μπολσονάρου, εκλεγμένος το 2018. Ο Μπολσονάρου είχε εκλεγεί ως ο «Βραζιλιάνος Τραμπ» και οι απόψεις του είναι στερεοτυπικά ακροδεξιές – όπως και ο ίδιος. Χαρακτηριστική είναι η αγάπη με την οποία αναφέρεται στην ακροδεξιά δικτατορία που εξουσίαζε τη Βραζιλία για 21 χρόνια· ώσπερ γαρ εν Ελλάδι, ο χουντικός ακροδεξιός.
Ο Μπολσονάρου αποτελεί μέρος ενός «κύματος» δεξιών/ακροδεξιών πολιτικών, οι οποίοι έχουν αναλάβει την εξουσία σε μία σειρά κρατών εκτός Δυτικής Ευρώπης – αυτό είναι σημαντικό, καθώς η Άκρα Δεξιά για δεκαετίες ήταν χαρακτηριστικά δυτικοευρωπαϊκό εκλογικό φαινόμενο, με την αντίστοιχη βιβλιογραφία να αναλύει πρωτίστως τη Γαλλία, αλλά και την Ιταλία, τη Γερμανία και το Βέλγιο. Κι όμως, πλέον, παρότι η Ευρώπη έχει περάσει μία δεκαετία με τον Ακροδεξιό «μπαμπούλα» να την απειλεί, πέραν των «κλασικών» εδρών της σε Ιταλία και Γαλλία, και σε χώρες με έντονο σοσιαλδημοκρατικό και αντι-δεξιό φόντο, όπως η Ελλάδα και η Σουηδία, οι πραγματικές επιτυχίες της Άκρας Δεξιάς βρίσκονται αλλού: Ινδία, Βραζιλία, ΗΠΑ, Τουρκία, Ρωσία, Ιαπωνία όλες τελούν ή τελούσαν πρόσφατα υπό ακροδεξιά κυβέρνηση. Με την οικονομική/πολιτική/πολιτισμική επιρροή των κρατών αυτών στο διεθνές στερέωμα, καθίσταται σαφές ότι η Άκρα Δεξιά, με τεχνικές ταχυδακτυλουργίας, έχει καταφέρει να αποτελεί μία από τις κυρίαρχες ιδεολογικές κατευθύνσεις στον παγκόσμιο δημόσιο διάλογο.
Όλα αυτά τα κράτη αποτελούν ισχυρές δυνάμεις, τουλάχιστον σε περιφερειακό επίπεδο. Ιδίως η Βραζιλία, η οποία αποτελεί τη μεγαλύτερη οικονομία της Λατινικής Αμερικής, περιοχής που χαρακτηρίζεται συνήθως από Αριστερούς «μπαμπούλες» (οι οποίες, για να επιβιώσουν απέναντι στις δεξιές/ακροδεξιές κυβερνήσεις των ΗΠΑ, στρέφονται στον δεξιό/ακροδεξιό/ιδεολογικά ασαφή Πούτιν). Από το λαμπρό παράδειγμα της Κούβας, την αγαπημένη των ΜΜΕ Βενεζουέλα και τη Βολιβία που ύψωσε ανάστημα ενάντια στο αμερικανικό πραξικόπημα, μέχρι τον AMLO στο Μεξικό, και το ροδοκόκκινο, σοσιαλδημοκρατικό προς συριζέ/βαρουφακέ αλλά αντιαμερικανικό κύμα που πρόσφατα κατέλαβε ή ανακατέλαβε την εξουσία σε Χιλή, Περού, Αργεντινή, Ονδούρα και Κολομβία. Η μεγάλη απουσία, φυσικά, είναι αυτή της Βραζιλίας.
Κι όμως, η ακροδεξιά κυβέρνηση της Βραζιλίας δεν αποτελεί εξαίρεση μόνο στο ευρύ πλαίσιο της αριστερόστροφης Λατινικής Αμερικής, αλλά και στο ευρύτερο πλαίσιο της αριστερόστροφης Βραζιλίας. Από το 2002 έως το 2016, η χώρα διοικείτο από το Κόμμα Εργατών, το οποίο εφάρμοσε τη Μπόλσα Φαμίλια, ένα πρόγραμμα κοινωνικής στήριξης που ξεχώρισε παγκοσμίως και από άποψη εύρους και από άποψη επιτυχίας, καταπολεμώντας την ακραία φτώχεια στη χώρα της φαβέλας. Ηγέτης της προσπάθειας αυτής ήταν ο Λούλα, Πρόεδρος της Βραζιλίας μέχρι το 2010, ο οποίος καταδικάστηκε το 2017 για ξέπλυμα χρήματος, προτού ακυρωθεί η καταδίκη του 3 χρόνια μετά – υπουργός γαρ του Μπολσονάρου ο δικαστής που τον καταδίκασε, προέκυψε πως η αρχική δίκη ήταν κάπως… κακή.
Ο Λούλα, λοιπόν, είναι ο έτερος κυρίως υποψήφιος των εκλογών. Όχι μόνο αυτό, είναι και το αδιαφιλονίκητο φαβορί (με αποτέλεσμα ο Μπολσονάρου να μιλάει για πιθανή νοθεία, α λα Τραμπ, αγνοώντας ότι νοθεία κάνει κατά κανόνα αυτός που μπορεί, ήτοι αυτός που έχει την εξουσία). Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται η δήλωση του Λούκας Μόουρα, του Βραζιλιάνου ποδοσφαιριστή της Τότεναμ: «Ο κομμουνισμός είναι το πιο προχωρημένο στάδιο του σοσιαλισμού. Και για μένα, ο κομμουνισμός και ο ναζισμός είναι δύο εκτροπές. […]».
Δεν ανακάλυψε την Αμερική ο Μόουρα με τη δήλωση αυτή, για αυτό και εγώ δε θα ανακαλύψω την Αμερική απαντώντας της. Η θεωρία των δύο άκρων είναι γνωστή αποτυχία της Δεξιάς να κρύψει την ιδεολογική και στρατηγική συγγένειά της με την Άκρα Δεξιά (πρώτος ο Τρούμαν έλεγε για «κόκκινο φασισμό»), ωστόσο πια ακόμα και η «καθεστωτική» βιβλιογραφία αναγνωρίζει ότι η Άκρα Δεξιά εκμεταλλεύεται τον χώρο του κέντρου, το αποπολιτικοποιημένο (εντούτοις ενεργό) εκλογικό κοινό, και την έμφυτη τάση της Δεξιάς να ολισθαίνει προς την Ακροδεξιά. Δεν μπορεί να κρυφτεί κανείς από την απλή αλήθεια, άλλωστε, ότι οι δεξιές και ακροδεξιές πολιτικές δυνάμεις συμφωνούν στην συντριπτική πλειοψηφία των θεμάτων που βρίσκονται στον δημόσιο διάλογο – η πολιτική συμπεριφορά είναι το σημείο όπου (επίσημα) δεν «τα βρίσκουν» (βλ. «σοβαρή Χρυσή Αυγή» κ.ο.κ.).
Ενδιαφέρον θα παρουσίαζε μία κριτική στη λενινιστική αντίληψη για τα 2 στάδια του κομμουνισμού όμως δεν είναι του παρόντος, καθώς ο Μόουρα δεν ασκεί κριτική στο «Κράτος και Επανάσταση» – είναι απλώς άλλος ένας που φοβάται ότι ο Λούλα (ή ο Κόρμπυν ή ο Σάντερς ή ο Τσίπρας) αποτελεί τη μετεμψύχωση του Στάλιν που θα υποδουλώσει τους Βραζιλιάνους με τη βοήθεια των επιδομάτων, των μεταναστών, της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας και της γυναικείας χειραφέτησης. Ο Μόουρα γαρ είναι δηλωμένος υποστηρικτής του Μπολσονάρου. Με άλλα λόγια, ο Μόουρα προσπαθεί να στηρίξει έναν ακροδεξιό πολιτικό, ήτοι τη μία «εκτροπή», «προειδοποιώντας» πως ο άλλος πολιτικός θα μετατραπεί κι αυτός σε «εκτροπή»… Πράγματι, η λογική δε στέκει – αν μη τι άλλο, αν αμφότερες οι «εκτροπές» είναι το ίδιο, τι σημασία έχει ποια από τις δύο θα εκλεγεί;
Μα η ουσία της δήλωσης του Λούκας Μόουρα δεν είναι το περιεχόμενό της. Είναι κάπως περίεργο ότι στον επαγγελματικό αθλητισμό το κυρίως πολιτικό σύνθημα είναι το No Politica, ώστε η σημαία της Παλαιστίνης να αποτελεί (πράσινο-άσπρο-μαύρο) κόκκινο πανί για τη FIFA και τις επιμέρους ομοσπονδίες και οι πολιτικές τοποθετήσεις να τιμωρούνται με πρόστιμα, παρόλα αυτά ο Μόουρα ελεύθερα εξέφρασε την «αποψάρα» του. Με αυτήν τη στάση σαν το παγκόσμιο ποδόσφαιρο να αποδέχεται την τοποθέτηση αυτή. Σαφώς, δεν πρέπει να πέσει πρόστιμο στον Μόουρα – αντιθέτως, δεν πρέπει να πέφτει πρόστιμο πουθενά (ούτε σε όσους ζητούν μποϊκοτάζ του Μουντιάλ στο Κατάρ λόγω των εργατικών δυστυχημάτων).
Βέβαια, δέχοντας ή απορρίπτοντας, ακόμα και έτσι έμμεσα, μία οποιαδήποτε πολιτική τοποθέτηση, ακόμα και απορρίπτοντας την ίδια την ιδέα της πολιτικής τοποθέτησης, η FIFA και η εκάστοτε ομοσπονδία στην πραγματικότητα τοποθετείται πολιτικά. Το No Politica είναι εξ ορισμού Politica, και δη εξ ορισμού δεξιό Politica, πόσο μάλλον όταν το «ξεχνάμε» όταν το Politica είναι Δεξιό. Και αυτό, γιατί η Δεξιά είναι, από δική της χωροταξική επιλογή μάλιστα, η τοποθέτηση υπέρ του σήμερα, υπέρ της διατήρησης του κόσμου που διαλύεται, ακόμα κι αν αυτός πεθάνει. Αντιθέτως, η Αριστερά είναι η μαία του νέου κόσμου, του κόσμου των ηρώων που θα σφάξουν τα τέρατα του σήμερα. Ανάμεσα στο Σήμερα και στο Αύριο, τα οποία βρίσκονται σε σύγκρουση μέχρι τέλους και κερδίζει το σήμερα ως καθεστώς, η θέση «δε λαμβάνω θέση», ήτοι η θέση «αποδέχομαι ό,τι συμβαίνει», είναι θέση υπέρ του Σήμερα.
Και θα πει κανείς: «μα καλά, ποδοσφαιριστής είναι, σιγά το πράγμα». Και ο Κικίλιας έπαιζε μπάσκετ στον Πανιώνιο (ήταν στον πάγκο, όταν ο Φάνης σήκωνε το Κύπελλο), ο Γεωργούλης είναι ηθοποιός και ο Ζελένσκι κωμικός. Η πολιτική δεν είναι πια αποκλειστικό προνόμιο των ευγενών, των δικηγόρων και των ακαδημαϊκών. Άνθρωποι των τεχνών και του αθλητισμού, άνθρωποι που έχουν μεγάλο ακροατήριο, ιδίως στην εποχή του διαδικτύου, πλέον αποτελούν «πουλέν» των πολιτικών σχηματισμών. Και λόγω αναγνωρισιμότητας, και δη λόγω δημοτικότητας, αλλά και επειδή δεν είναι παραδοσιακά «πολιτικοί» (ουσ.). Είναι όμως πολιτικοί (επιθ.) όταν διεκδικούν πολιτικό αξίωμα, είναι πολιτικοί, όταν τοποθετούνται επί της πολιτικής. Και πράγματι, η θέση μίας παγκόσμιας ομοσπονδίας είναι πολιτική². Θέλοντας και μη, ως ο άνθρωπος ζῷον πολιτικόν, ό,τι λέμε και ό,τι κάνουμε είναι πολιτικό. Και μάλιστα οὐδεὶς πολιτικέστερος τοῦ ἀπολιτίκου.
Και το ίδιο ισχύει για τα αθλητικογραφικά σάιτ, π.χ. το Gazetta, τα οποία αναδημοσιεύουν απλώς την τοποθέτηση του Μόουρα χωρίς κανέναν κριτικό σχολιασμό, υιοθετώντας σιωπηρά την τοποθέτηση αυτή. Για να το θέσουμε, λοιπόν, με όρους ελληνικής πολιτικής: «προτιμάμε τη Χρυσή Αυγή από το ΣΥΡΙΖΑ/ΠΑΣΟΚ, γιατί το ΣΥΡΙΖΑ/ΠΑΣΟΚ θα γίνει ΚΚΕ». Αυτό είπε ο Μόουρα. Αυτό διοχετεύθηκε στην κοινή γνώμη. Πάνω σε αυτό πρέπει να τοποθετηθούμε.
Στο δια ταύτα: σαφώς Λούλα αντί Μπολσονάρου, σαφώς Κόρμπυν αντί Φάρατζ, σαφώς Σάντερς αντί Τραμπ και σαφώς ΣΥΡΙΖΑ/ΠΑΣΟΚ αντί Χρυσής Αυγής – και αφήνουμε το «μικρότερο κακό» για άλλο άρθρο. Ο,τιδήποτε λέγεται και γράφεται, λέγεται και γράφεται πολιτικά, πρέπει να λέγεται και να γράφεται πολιτικά συνειδητά, και πρέπει να ακούγεται και να διαβάζεται πολιτικά. Όσο για το περιεχόμενο των δηλώσεων του ποδοσφαιριστή της Τότεναμ, θυμίζουν το «εάν εξελιχθήκαμε από τις μαϊμούδες, γιατί υπάρχουν ακόμα μαϊμούδες;». Ουδεμία γαρ αξία.
Υ.Γ. Ο κίνδυνος της Άκρας Δεξιάς παραμένει στην Ευρώπη: οι Σουηδοί Δημοκράτες πλέον ξέφυγαν από τον διακομματικό αποκλεισμό, γιατί η κεντροδεξιά ήταν απελπισμένη να ρίξει τους σοσιαλδημοκράτες (α ρε Ούλωφ Πάλμε) η Ιταλία ετοιμάζεται για κυβέρνηση των Αδελφών της Ιταλίας, και ο Μητσοτάκης θα βρεθεί γονυπετής ενώπιον του έτερου Κυριάκου, για να «γλιτώσει» τη χώρα από συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ/ΠΑΣΟΚ.
Υ.Γ.2 Ο αντιφασισμός δε γίνεται χωρίς τον φεμινισμό. Πρόσφατα ήρθα αντιμέτωπος με συμπεριφορές μου που δεν αντανακλούν και δεν ανταποκρίνονται στην πολιτική μου τοποθέτηση. Πράγματι, ούτε στην προσωπική μου τοποθέτηση, και είναι πολύ πιο βαριές προσωπικά απ’ ό,τι πολιτικά. Η πολιτική και προσωπική μας ταυτότητα δεν είναι μία άπαξ δηλωμένη ταμπέλα, αλλά μία καθημερινή πράξη. Έκανα λάθος και ζητάω συγγνώμη.