Το διαφορετικό σχήμα της Γης

Το διαφορετικό σχήμα της Γης

Γεννήθηκε πριν πολλά χρόνια, και ο Θεός, το σύμπαν, η μοίρα, ό,τι θέλει ο καθένας, της προσέφεραν το καλύτερο χάρισμα που θα μπορούσαν να της δωρίσουν. Την αιωνιότητα της ζωής. Κρίθηκε αναγκαίο στο κορμί της πάνω να υπάρχουν όλα τα χρώματα που αντιπροσωπεύουν τα στοιχεία της μητέρας φύσης.

Γεννήθηκε με την ιδιαιτερότητα του να έχει δύο μάτια διαφορετικού χρώματος. Στην δεξιά πλευρά κυριαρχούσε το γαλάζιο χρώμα. Είναι αυτό το χρώμα που υπάρχει σε εκείνο το πολυπόθητο από όλους σημείο που ο ουρανός χαϊδεύει με απαλά λεπτεπίλεπτα χάδια την επιφάνεια της -άλλοτε οργισμένης και άλλοτε γαλήνιας- απέραντης θάλασσας. Στην αριστερή πλευρά επικρατούσε το πράσινο του δάσους που όλα τα ζώα απολαμβάνουν, αν έχουν την τύχη να μην φυλακίζονται σε στενά, γεμάτα υγρασία, κελιά, και που κάθε ένας από εμάς επιθυμεί να διακρίνει στο οπτικό του πεδίο από την στιγμή που ο ήλιος ανατέλλει, μέχρι την στιγμή που τα κουρασμένα μάτια κλείνουν και ανοίγουν την πύλη της φαντασίας και του υποσυνείδητου ενώ ονειρεύονται.

Το δέρμα της καφέ. Αυτό το καφέ της σοκολάτας που ψαχουλεύαμε μικροί στα ντουλάπια της γιαγιάς, όταν η μητέρα είχε πάρει για λίγο τα επιβλητικά της μάτια από πάνω μας, μήπως και κάνουμε κάτι απρεπές και κάτι που χαρακτηρίζεται από αγένεια. Το πιο όμορφο στοιχείο του δέρματός της ήταν κάποια σημεία που ήταν ξεβαμμένα, με αποτέλεσμα να υπάρχουν ορισμένες λευκές επιφάνειες πάνω στο καλοσχηματισμένο της κορμί, όπως είναι οι επιφάνειες αυτές στους δύο πόλους, όπου το χιόνι έχει σφίξει στην ψυχρή του αγκαλιά κάθε σημείο. Παντού στο σώμα της υπήρχαν μικροσκοπικές καφετιές ελιές, που θα έλεγε κάποιος ότι φαντάζουν σαν πετραδάκια από αυτά που μπαίνουν μέσα στο δέρμα των παιδιών που παίζουν στις αλάνες και δεν υπολογίζουν τις συνέπειες των πληγών που υπογράφουν με βία τα γόνατά τους. Το σώμα της είχε το τέλειο σχήμα και πάχος. Δεν ήταν παχιά, μα ούτε και αδύνατη. Είχε αυτό το χυμώδες κορμί που οι καμπύλες της το έκαναν ολοκληρωτικά γυναικείο και κατά συνέπεια ποθητό στον οποιοδήποτε, δημιουργώντας την διάθεση να πλαγιάσει μαζί της. Μία ερωτική σχέση που δεν θα έκρυβε κανενός είδους εκμετάλλευσης και πρόστυχου ύφους, γιατί η ψυχή και η προσωπικότητά της δεν δημιουργούσε καθόλου αυτήν την διάθεση. Ήταν αγνή και επέβαλλε αυτό της το στοιχείο με κάθε τρόπο και ανά πάσα στιγμή, που ήταν αδύνατον να την αντιμετωπίσει κάποιος διαφορετικά.

Τα μαλλιά της ήταν πορτοκαλί, ένα χρώμα που κάθε κορίτσι θα ήθελε να έχει και που καμία τεχνητή βαφή μαλλιών δεν θα μπορούσε να πετύχει ακριβώς το ίδιο αποτέλεσμα. Μιας και ήταν πολύ δυναμική ως κορίτσι, ως κοπέλα, και έπειτα ως γυναίκα, συνεχώς πειραματιζόταν. Άλλοτε τα μαλλιά της ήταν μακριά σαν πέπλο που κυμάτιζε από τον αέρα, άλλες φορές ήταν κοντά με ένα κούρεμα που θύμιζε αντρικό κεφάλι τονίζοντας, όμως, το θεϊκά όμορφο πρόσωπό της, και άλλοτε ήταν λίγο πιο μακριά χαϊδεύοντας τους ώμους της, δίνοντας την αίσθηση ότι τα μαλλιά βρίσκονται εκεί για να αγκαλιάζουν και να προστατεύουν την αγνότητα που έκρυβε σε αυτό το εκτυφλωτικά σαγηνευτικό της πρόσωπο.

Έζησε πολλά χρόνια στην μοναξιά και μοναδικοί της φίλοι ήταν τα ζώα της φύσης. Κάθε λογής ζωντανού έπιανε μαζί της φιλίες, από άγρια πλάσματα που δίπλα τους αισθάνεσαι φόβο και απειλή, μέχρι κουνέλια που κουνώντας την φουντωτή τους ουρά δημιουργούν μία παροδική ευτυχία και ξεγνοιασιά μόνο και μόνο αν παρακολουθείς τις γεμάτες χάρη και παιχνίδι μικροσκοπικές κινήσεις τους.

Οι ημέρες έγιναν μήνες, οι μήνες χρόνια, τα χρόνια δεκαετίες και οι δεκαετίες έγιναν αιώνες ολόκληροι. Μέχρι που τον γνώρισε. Και η μοναξιά έπαψε να την απασχολεί και να της δημιουργεί την αίσθηση ότι κάτι της λείπει. Κάτι που, ενώ ποτέ δεν είχε έως τώρα, την έκανε να αισθάνεται ένα κενό. Και η μοναξιά έπαψε να την συντροφεύει από την στιγμή που ο ήλιος λούζει θάλασσες και ακτές, μέχρι να έρθει η σειρά του φεγγαριού που προσφέρει την διακριτική του λάμψη σε όλα τα βουνά και τις ατελείωτες πεδιάδες.

Τον αγάπησε αμέσως. Δεν φοβήθηκε να του προσφέρει τα πάντα. Ό,τι ήταν κάποτε δικό της και το μοιραζόταν με τον εαυτό της του το έδωσε απλόχερα με όση περισσότερη ανιδιοτέλεια θα μπορούσε να διαθέτει. Τον κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω και επεξεργάστηκε στο μυαλό της κάθε χαρακτηριστικό της εμφάνισής του. Ήταν εντελώς απλός. Καφέ μαλλιά και μάτια, μεσαίου μεγέθους ύψος, και χρώμα δέρματος λευκό προς καφετί για να ταιριάζει με τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά. Ήταν αποφασισμένη να τον προστατέψει και να κάνει τα πάντα για να αισθανθεί οικεία και ότι είναι ευπρόσδεκτος.

“Γεια” του είπε όλο ενθουσιασμό και της απάντησε με την ίδια ακριβώς λέξη. “Με λένε Γη” του απευθύνθηκε και εκείνος έγνεψε λέγοντάς της “Εμένα με λένε Άνθρωπο”. Της έκανε αδιάκριτες ερωτήσεις για τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που είχε πάνω της. “Χρωματική παλέτα”, σκέφτηκε από μέσα του χωρίς να το προφέρει για να μην την κάνει να νιώσει άβολα.

Πέρασε ο καιρός και η φιλία τους εξελίχθηκε σε σχέση ζωής. Τα πρώτα χρόνια ο σεβασμός ήταν αμφίδρομος και η αγάπη ήταν βασικό στοιχείο στον δεσμό τους. Πρόσεχαν ο ένας τον άλλον και προσπαθούσαν να κάνουν διαρκώς πράγματα για να νιώθουν και οι δύο ασφάλεια.

Τα χρόνια όμως πέρασαν και μαζί με αυτά μεγάλωσε και ο Άνθρωπος. Έφερε φίλους και συγγενείς μαζί του και τους γνώρισε όλους στην Γη. Τους αγάπησε έναν-έναν. Δεν ένιωσε ποτέ ζήλια που η σχέση τους απέκτησε παραπάνω μέλη, μόνο ευημερία που θα είχε κι άλλο κόσμο να γνωρίσει και να τους δείξει τα πλούτη που διέθετε. Ήθελε να τα μοιραστεί μαζί τους γιατί πίστευε ότι θα συμπεριφερθούν υπεύθυνα.

Μόνο ένα πράγμα την προβλημάτιζε. Όλοι είχαν το ίδιο όνομα. Ήταν όλοι Άνθρωποι.

Ήταν πριν ένα τεράστιο χρονικό διάστημα που για πρώτη φορά κάποιος Άνθρωπος την εκμεταλλεύτηκε και της συμπεριφέρθηκε με βία. Ξερίζωσε δέντρα και έκοψε λουλούδια για να χτίσει σπίτια και κτήρια, ακόμα και από αυτά τα οποία είναι άχρηστα και δεν προσφέρουν κάτι σημαντικό. Τουλάχιστον, δεν προσφέρουν κάτι πιο σημαντικό από το οξυγόνο και την ασυγκράτητη ομορφιά που προσφέρει η μητέρα φύση.

Και τότε αυτό το τυχαίο συμβάν αποδείχτηκε ότι ήταν μόνο η αρχή. Ήταν το πρώτο βήμα πριν ξεκινήσουν και άλλοι Άνθρωποι να την καταστρέφουν και να της επιτίθενται με μανία χωρίς καν να έχει κάνει κάτι κακό. Καθόταν με τις ώρες σκεπτόμενη ποιο ήταν το λάθος της, ώστε να δέχεται αυτήν την συμπεριφορά. Αρχικά, σκέφτηκε ότι δεν προσέφερε αρκετά στον Άνθρωπο και ίσως γι’ αυτό να την εκδικείται. Έτσι, του προσέφερε περισσότερα, με αποτέλεσμα την κατάχρηση από τους φίλους της και την ακατάπαυστη κατανάλωση, χωρίς να σκέφτονται τις συνέπειες.

Και τα χειρότερα ήρθαν. Ήταν τότε που για πρώτη φορά ένιωσε το κορμί της να παίρνει φωτιά. Το δέρμα της καυτό σαν την λάβα και η ψυχή της να ιδρώνει σε σημείο που την έπνιγε η κρίση πανικού. Κυριολεκτικά, φωτιά έβαζαν πάνω στην Γη οι Άνθρωποι χωρίς κανέναν απολύτως λόγο. Και η μία φωτιά έγιναν δύο και οι δύο έγιναν χίλιες και οι χίλιες έγιναν εκατομμύρια.

Ελάχιστοι άνθρωποι την αγαπούσαν και προσπαθούσαν να την σώσουν. Οι Άνθρωποι αυτοί υπάρχουν μέχρι σήμερα, μα δυστυχώς αποτελούν την μειονότητα. Ο πληθυσμός των Ανθρώπων έγινε τερατώδης και η Γη αδυνατούσε πλέον να τους εξυπηρετεί όλους. Η κατάχρησή της οδήγησε σε καθοριστικά αποτελέσματα. Τα λευκά σημεία στο δέρμα της άρχισαν σιγά-σιγά να λιώνουν γιατί ο καυτός ήλιος έκαιγε πλέον την επιδερμίδα της. Οι φίλοι της τα ζώα, πέθαιναν ολοένα και περισσότερο από τους Ανθρώπους και την συμπεριφορά τους. Οι χελώνες έβγαζαν την τελευταία τους πνοή μέσα στο πλαστικό της σακούλας, οι αρκούδες ήταν θύματα από κυνήγι και το κεφάλι τους βρισκόταν στα σπίτια των Ανθρώπων για να διακοσμούν τον χώρο με ένα βλέμμα γεμάτο θλίψη και απορία, για τον λόγο που πλέον δεν άγγιζαν την δροσιά του πάγου. Βλέμμα πιο παγωμένο και από το χιόνι που άγγιζαν οι χοντρές πατούσες τους κάποτε. Οι φάλαινες και τα δελφίνια έπεφταν νεκρά βάφοντας την θάλασσα κατακόκκινη. Ένα κόκκινο που αν έβλεπε κανείς από κοντά θα ήθελε να πάψει να υπάρχει. Ένα κόκκινο που θα έκανε την καρδιά να μην χοροπηδάει για λίγες μόνο στιγμές. Οι παπαγάλοι, τα κουνέλια, ακόμα και οι σκαντζόχοιροι, κλείστηκαν σε φυλακές σε τιμή ευκαιρίας για να αγοράσει ο Άνθρωπος στα παιδιά του για να είναι ευτυχισμένα. Ακόμα και οι γάτες και οι σκύλοι έπαυαν να αναπνέουν επειδή κάποιοι Άνθρωποι έριχναν φάρμακο στην περιοχή “τους” για να μην βρίσκονται εκεί τριγύρω και τους ενοχλούν.

Και φτάνουμε στο σήμερα. Η Γη πλέον δεν έχει διάθεση για ζωή. Οι Άνθρωποι που την αγαπούν παραμένουν ελάχιστοι. Δέχεται μόνο αδιαφορία. Τα μάτια της είναι γεμάτα δάκρυα, αισθάνεται εξαντλημένη. Τα μαλλιά της έχουν αραιώσει και στο δέρμα της υπάρχουν παντού μώλωπες από τα χέρια των Ανθρώπων… Τεράστιες εκτάσεις με δέντρα έχουν καταστραφεί, πολλά ζώα πλέον εξαφανίστηκαν και άλλα τόσα εξακολουθούν να μειώνονται μέρα με την μέρα. Οι θάλασσες περικλείονται από σκουπίδια και ο αέρας έχει πάρει ένα καταθλιπτικό γκρίζο χρώμα. Η αναπνοή δεν είναι απολαυστική πλέον. Τα άσπρα σημάδια από το δέρμα της έχουν λιώσει υπερβολικά πολύ και νιώθει διαρκώς τον ήλιο να της ξεριζώνει το δέρμα με τις καυτές του ακτίνες. Τίποτα δεν την προστατεύει πια. Ο Άνθρωπος αδιαφορεί για την υγεία της και δεν αντιλαμβάνεται ότι χρίζει αντιβίωσης. Η σχέση τους είναι πλέον γεμάτη μονόπλευρο συμφέρον και δεν κάνουν πια παρέα. Η Γη επιθυμεί να είναι μόνη της μακριά τους, αφού πριν έναν, περίπου, χρόνο οι Άνθρωποι αρρώστησαν και κλείστηκαν στα σπίτια τους, μπόρεσε για λίγο να ανασάνει και να νιώσει όπως κάποτε που κανένας δεν μπορούσε να την βλάψει και την πληγώσει.

Την έχουν όλοι οι Άνθρωποι και την μοιράζονται και της συμπεριφέρονται σαν κτήνη. Δεν κάνουν ούτε τα πιο απλά… Δεν ανακυκλώνουν, δεν χρησιμοποιούν με σύνεση το ρεύμα, δεν δημιουργούν δέντρα για να αναπνέουν οι ίδιοι καλύτερα. Και η Γη πλέον απλά περιμένει να περάσει ο χρόνος. Σκέφτεται πόσο ιδανική ήταν κάποτε η μοναξιά της. Μα παρ’ όλα αυτά η Γη αγαπάει τους Ανθρώπους. Δεν θέλει να πάθουν κακό. Η καρδιά της παραμένει ζεστή, αν και το σώμα της ξεκινάει να παγώνει, οδεύοντας σταδιακά προς τον θάνατο.

Χάνει διαρκώς τις αισθήσεις της, στο εργαστήριο που την έχουν κλειδώσει οι Άνθρωποι κάνοντας πειράματα πάνω της. Και ξαφνικά ανοίγει για λίγο τα μάτια της και βλέπει έναν Άνθρωπο. Έναν Άνθρωπο που πήρε τα παιδιά του στην αγκαλιά της και τα ανάθρεψε. Τον κοιτάει και όλο θλίψη και απόγνωση τον ρωτάει “Γιατί;”. Ο Άνθρωπος της απαντάει γεμάτος αδιαφορία “Δεν φταίω εγώ”. Και έβλεπε συνεχώς Ανθρώπους και τους ρωτούσε το ίδιο πράγμα και όλοι μα όλοι της έδιναν ακριβώς την ίδια απάντηση.

Ώσπου, μια μέρα, μπαίνει στο εργαστήριο ο πρώτος Άνθρωπος που είδε για πρώτη φόρα πριν τόσα χρόνια. Τον Άνθρωπο που αγάπησε και ήθελε να φροντίσει. Τον Άνθρωπο που την κοίταξε, και από εκείνη κιόλας την στιγμή ήταν βέβαιο ότι θα κρατάνε για πάντα συντροφιά ο ένας στον άλλον.

Τον ρώτησε “Γιατί;” βγάζοντας μια γεμάτη θάνατο εκπνοή και τότε την κοίταξε και της απάντησε “Γιατί μπορώ”.

Και η Γη έχασε μέχρι και την τελευταία σταγόνα υγρής μορφής που είχε πάνω της μετά την απάντηση του Ανθρώπου. Ένα δάκρυ.

Και ο Άνθρωπος το κοίταξε, τα πόδια του για μία στιγμή μούδιασαν. Πήρε το δάκρυ της και το έβαλε σε ένα μπουκαλάκι για επεξεργασία και πειραματισμό.

+ posts

Καταγωγή από τον πυρήνα της Ελλάδας γεμάτη με θαυμασμό για τα τοπία που περιέχουν το πράσινο της φύσης και το γαλάζιο του βυθού. Λάτρης της hip hop μουσικής, της στάσης ζωής των χίπηδων και της εκμετάλλευσης του τώρα παρά του άγχους για το αύριο.
Πάθος για την γραφή από μικρή κιόλας ηλικία, ξεκινώντας με άρθρα “Πού πήγα διακοπές το καλοκαίρι” και καταλήγοντας σε παραγράφους γεμάτες επανάσταση και αφυπνισμό. Θαμώνας συνεργατικών καφενείων, πλατειών, ροκ μπαρ και χώρων συναυλιών. Ελπίζω σε έναν καλύτερο κόσμο όχι από άποψη, αλλά από ασυγκράτητο αίσθημα δικαιοσύνης. Μ’ αρέσει να υπογράφω με έμμεση αναφορά στο όνομά μου. Peace.