Της Ζωής Ιωσηφίδου, κοινωνική λειτουργός και μεταπτυχιακή φοιτήτρια στο Τμήμα Κοινωνικής Πολιτικής του Παντείου Πανεπιστημίου
Έχουν περάσει πάνω από τέσσερις μήνες από την στιγμή που ξεκίνησαν οι πυρκαγιές στη Β. Εύβοια και οι εικόνες που αντίκρυσα παραμένουν αναλλοίωτες στο μυαλό μου. Λίγο οι γιορτές που έρχονται, λίγο τα κρύα που έπιασαν για τα καλά, και η σκέψη μου είναι σε όλους εκείνους τους ανθρώπους που συνάντησα και μοιράστηκα μαζί τους δυο κουβέντες, αλλά και σε κείνους που δεν πρόλαβα να γνωρίσω.
Και τώρα που κάθομαι και τα γράφω, τόσο καιρό μετά, νιώθω σα να τα έζησα χθες… Εκτάσεις ολόκληρες, που λίγο πριν μύριζαν πεύκο, ρετσίνι και φρέσκο χώμα, μεταμορφώθηκαν σε μαύρα αχνισμένα σκιάχτρα. Συνάδελφοι/ισσες που ήταν εκεί από την πρώτη στιγμή μου έδειξαν φωτογραφίες και μου περιγράφουν καταστάσεις που «ευτυχώς που δεν τις έζησα», μου λένε.
Σε μια από τις διαδρομές που κάναμε με τα κλιμάκια άμεσης παρέμβασης και επισκεπτόμασταν τα χωριά με πιάνουν βουβά κλάματα. Όσο κι αν πονάω, δεν μπορώ να στρέψω το βλέμμα μου αλλού. Η θλίψη, η απόγνωση και τελικά ο θυμός με κατακλύζουν. Ο συνάδελφος που κάθεται δίπλα μου στο βανάκι με αφουγκράζεται και μου πιάνει το χέρι. Είναι κι εκείνος βουρκωμένος… «Θα ξαναγίνει το βουνό», μου λέει. Το ξέρω ότι θα ξαναγίνει. Πότε;
Μία γυναίκα σε ένα από τα χωριά μας λέει: «Τα παιδιά που θα δουλέψουν στα ρετσίνια δεν έχουν γεννηθεί ακόμα. Το πευκόδασος θέλει 40 χρόνια για να ξαναγίνει όπως ήταν. Αρκεί να το αφήσουν». Δεν ξεχνώ τα λόγια ενός ρετσινοπαραγωγού: «Αν ψάχνουν για τους εμπρηστές, να κοιτάξουν στον καθρέφτη τους». Ένας άντρας δυνατός, σιωπηλός, που μπορεί να έσωσε το σπίτι και το χωριό του, ωστόσο είδε το άλλο, το μεγαλύτερο “σπίτι” του να καταστρέφεται. «Δεν είναι η κλιματική αλλαγή, τα συμφέροντα είναι», αναφέρει ένας άλλος κάτοικος και μένω να τον κοιτώ. Τι να του πω; Οι άνθρωποι ξέρουν. Και μαζί με αυτούς μαθαίνω κι εγώ. Για αυτό και μόνο νιώθω χαρά και τιμή που ήμουν έστω και λίγο κοντά τους, που τους άκουσα, που δακρύσαμε, που ήπιαμε μαζί έναν ελληνικό βαρύ.
Τέτοιου είδους κρίσεις (οικονομικές, περιβαλλοντικές) φέρνουν στην επιφάνεια και όλες τις ακάλυπτες ανάγκες των κοινοτήτων, κάτι που φάνηκε και στην περίπτωση της Β. Εύβοιας. Κοινωνικές υπηρεσίες σε κατάσταση διάλυσης, μη προσβάσιμες δημόσιες υπηρεσίες για τους κατοίκους των απομακρυσμένων χωριών, υποστελεχωμένες μονάδες υγείας και πρόνοιας. Και μέσα σε όλο αυτό να ακούς από δήθεν σχετικούς-άσχετους «μα είναι δυνατόν!», καλώς ήρθες στην πραγματικότητα της ελληνικής επαρχίας κούκλε!
Κι όμως! Μέσα σε όλες αυτές τις δυσκολίες οι κάτοικοι των χωριών ζούσαν καλά. Γιατί έμαθαν να είναι αυτάρκεις, να ζουν με την φύση τους, να μην την ξεζουμίζουν και προπάντων να τη σέβονται! Η αλληλεγγύη, η συλλογική δουλειά και η προσφορά βοήθειας άνευ όρων στηρίζουν αυτούς τους ανθρώπους και έτσι προχωρούν. Έτσι μεγάλωσαν, έτσι έμαθαν να ζουν και μας διδάσκουν κι εμάς. Από την πρώτη στιγμή οργανώθηκαν, έχοντας στο μυαλό τους όχι τους εαυτούς τους, αλλά τους πιο ευάλωτους της κοινότητάς τους. Σε πολλά χωριά οργάνωσαν μόνοι τους τα τρόφιμα και τα είδη πρώτης ανάγκης που έφταναν από όλη την Ελλάδα. Και φτάναμε στα σπίτια τους με τέτοια είδη και μας έλεγαν: «Είμαστε εντάξει, πηγαίνετε στο τάδε χωριό, έχουν μεγαλύτερη ανάγκη. Να κεράσουμε ένα καφεδάκι;».
Μετά από δύο εβδομάδες στα χωριά της Β. Εύβοιας, δύο λέξεις έχουν χαραχτεί στο μυαλό μου: δύναμη και αξιοπρέπεια. Δύναμη γιατί συνεχίζουν παρά τους φόβους τους. Δύναμη γιατί δεν τα παρατάνε. Δύναμη γιατί χαμογελάνε. Αξιοπρέπεια γιατί δεν περιμένουν τίποτα από κανέναν. Δε ζητάνε χάρες και οικονομική βοήθεια επειδή απλά και μόνο τα χωριά τους χαρακτηρίστηκαν ως ‘πληγείσες περιοχές’. Ζητάνε το τοπίο που έβλεπαν από το παράθυρό τους, το φυσικό τους περιβάλλον, τις δουλειές τους πίσω.
Ως φύσει και θέσει αισιόδοξη, κρατώ τις εικόνες του χώματος που βάφτηκε μαύρο, για να τις κάνω δύναμη και να αλλάξω το μαύρο σε κόκκινο, γαλάζιο, κίτρινο και πορτοκαλί. Το Πανεπιστήμιο μας δίνει πολλά πινέλα για να το πετύχουμε αυτό. Κι αν κάτι είναι που θα ήθελα να μείνει από το κείμενο αυτό, είναι ότι πάντα μα πάντα μπορούμε να αλλάξουμε το χρώμα και να φτιάξουμε το δικό μας. Πόσο πιο όμορφο θα ήταν όμως αν έχουμε κι άλλους πολύχρωμους ανθρώπους κοντά μας; Για φανταστείτε! Αυτό μου έμαθαν εκεί στη Β. Εύβοια, να μετατρέπω το μαύρο σε ουράνιο τόξο και το τίποτα σε κάτι.