Το debate του G.O.A.T.

Το debate του G.O.A.T.

Τι είναι ο επαγγελματικός αθλητισμός χωρίς τις συζητήσεις του κοινού για τον κορυφαίο κάθε είδους; Χωρίς τις, διαφορετικού τύπου, συγκρίσεις παικτών, οι οποίοι είτε παρουσιάζουν, είτε δεν εμφανίζουν ομοιότητες, κρίνονται πάντα σε συνάρτηση με την καριέρα, το στυλ παιχνιδιού και τις επιδόσεις ενός άλλου ανθρώπου παρόμοιου αθλητικού μεγέθους; Ρονάλντο ή Μέσι; Φέντερερ ή Ναδάλ; Άλι ή Τάισον; Λεμπρόν ή Μάικ; «Αφήστε τις συγκρίσεις και απολαύστε τον έναν, τον άλλον ή και τους δύο που ακόμα προσφέρουν στο άθλημα, γιατί στο τέλος θα αποσυρθούν και μόνο τότε θα αντιληφθείτε την τάδε προσφορά του και τον θρύλο του». Όχι, φίλε. Σίγουρα θα συνεχίζουμε να θαυμάζουμε τις εμφανίσεις τους και την σταθερή επέκταση του «legacy» τους με ορισμένα αξεπέραστα κατορθώματα, και ποτέ δεν θα διαγραφούν από την μνήμη μας, ακόμα και όταν αποσυρθούν. Ωστόσο, όχι.

Οι συγκρίσεις αποτελούσαν, αποτελούν και θα αποτελούν κεντρικό θέμα ανάλυσης σε κάθε αθλητικό φόρουμ, για οποιοδήποτε ατομικό ή ομαδικό σπορ (αποφεύγοντας, πάντα, γελοίους φανατισμούς). Σωματεία με ένδοξο παρελθόν, παίκτες με αιώνια φυσική ή κατασκευασμένη από τα media κόντρα, και -κυρίως- πρωτοπόροι, αθλητές που όμοιούς τους δεν έχουμε ξαναδεί στα γήπεδα, τίθενται ως πρώτο θέμα στις «καφενειακές» (στις επαρχίες) ή στις αστικές (στις πλατείες μεγαλουπόλεων) αθλητικές κουβέντες καθημερινά.

Με αφορμή, λοιπόν, το 4ο πρωτάθλημα του Τζέιμς, παρέα με το 4ο βραβείο MVP Τελικών, αυξάνοντας περαιτέρω την αναρίθμητη μπασκετική κληρονομιά του, φούντωσε για τα καλά και πάλι η συζήτηση περί GOAT (=Greatest of All Time), ύστερα από την τρέλα που είχε εμφανιστεί για τον Λεμπρόν μετά το τέλος της σεζόν 2015-2016, με την ηρωική ανατροπή και τις εξωπραγματικές εμφανίσεις του απέναντι στην -ίσως- καλύτερη ομάδα όλων των εποχών και την κατάκτηση του 3ου προσωπικού Πρωταθλήματος, αυτήν την φορά με την ομάδα της πόλης του, τους Καβαλίερς.

Λίγοι ανήκουν στο πάνθεον του παγκόσμιου μπάσκετ, ακόμα πιο λίγοι φτάνουν κοντά στην κορυφή του παγόβουνου, μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού οι πραγματικοί διεκδικητές του τίτλου «GOAT». Επικρατέστερος όλων κατά πολλούς ο Τζόρνταν, με τον Καρίμ και τον πολύ μακρινό Τσάμπερλεϊν να «παλεύoυν» για το θρόνο. Μετά το 2000, ελάχιστοι είναι εκείνοι που θα μπορούσε το legacy τους να υποστηρίξει ότι αυτοί αξίζουν τον τίτλο. Ο λόγος, φυσικά, γίνεται για το σούπερσταρ ντουέτο των Σακ και Κόμπι και εντείνεται γύρω από τον Λεμπρόν. Στο μακρινό μέλλον, αν και εφόσον καταφέρει να ξεπεράσει τον πολύ άσχημο τραυματισμό του, στα 32 του πλέον χρόνια, μπορεί να συμπεριληφθεί και ο Ντουράντ, ενώ ο Λέοναρντ μετά την φετινή τραγική χρονιά πρέπει να κάνει ολοκληρωτικό relapse για να ενταχθεί στην κούρσα του αγώνα.

Μάικλ Τζόρνταν (αριστερά), Λεμπρόν Τζέιμς (δεξιά) και ο αδικοχαμένος Κόμπι Μπράιαντ στο βάθος. Ο θάνατος του συγκλόνισε τον παγκόσμιο αθλητισμό και το Ν.Β.Α. έχασε έναν ζωντανό του θρύλο.

Εκεί που η διαμάχη για την θέση παίρνει φωτιά είναι προφανής: ο Μάικ ενάντιας στον Λεμπρόν, το στυλ και η τέχνη απέναντι στην ωμή δύναμη και το ασυναγώνιστο μπασκετικό IQ, το τέλειο two-way (ολοκληρωτική άμυνα και άρτια επίθεση) «κατασκεύασμα» αντιμέτωπο με το πιο πλήρες all-around playstyle που έχουμε δει ποτέ. Ο ένας είχε 6/6 πρωταθλήματα με ισάριθμα MVP Τελικών, αλλά με πολλούς αφανείς -και συχνά μη αναφερόμενους- αποκλεισμούς από τον 1ο γύρο των πλέι-οφ, ο άλλος έχει δώσει πρωτάθλημα σε τρεις διαφορετικές πόλεις, με τρεις αστερίσκους, ωστόσο, να περιστρέφονται γύρω από το κεφάλι του και την κληρονομιά του: η ήττα από τους Μάτζικ στους Τελικούς Ανατολής το 2009, η μεγαλειώδης αποτυχία, προσωπική και ομαδική, των Χιτ απέναντι στους Μάβερικς για το πρωτάθλημα του 11’, ενώ το πολύ μέτριο πρόσωπο που έδειξε απέναντι στους Σπερς και ο τρόπος που «κλείδωσε» αμυντικά τον «Βασιλιά» ένας νεαρός Λέοναρντ απογοήτευσε όλο τον κόσμο, φανς του και μη (2014).

Οι διαφορετικές εποχές στις οποίες μεσουρανούσαν, πάλι, δεν μπορούν να μην ληφθούν υπόψη. Ο «Air» σίγουρα βίωσε στο πετσί του τη σκληράδα και την άμυνα χωρίς πολλούς περιορισμούς των 90’s, με τον ανταγωνισμό στο NBA, την περίοδο της κυριαρχίας του Σικάγο, να μην συμμαζεύεται: Ρόκετς και Ολάζουον, Σιάτλ με Κεμπ και Πέιτον, Ορλάντο με έναν νεαρό Ο’ Νιλ, οι Τζαζ με το τρομερό δίδυμο των Στόκτον και Μαλόουν κ.ά. Γενικότερα, η εποχή του Τζόρνταν έχει μείνει στην ιστορία για την παραγωγή των περισσότερων Hall of Famers, όσων δηλαδή που κατάφεραν να εισέλθουν στο πάνθεον του παγκόσμιου μπάσκετ.

Από την αντιπέρα όχθη, ο ανταγωνισμός στα χρόνια του Λεμπρόν έχει προφανέστατα πέσει, με το πρόσφατο trend της κατασκευής υπέρ-ομάδων υπό την προσέλκυση σε μεγάλες αγορές (Λος Άντζελες, Βοστώνη, Νέα Υόρκη, Μαϊάμι) μαζεμένων all-stars. Ωστόσο, αυτό έχει δημιουργήσει 3-4 ομάδες-τέρατα ανά χρονικά διαστήματα στην καριέρα του «Chosen One», τις οποίες κατάφερε να αντιμετωπίσει με επιτυχία. Αναμφισβήτητα, το άθλημα σήμερα έχει γίνει πιο τεχνικό, με πλούσιο επιθετικό ταλέντο να υπάρχει σχεδόν σε κάθε έναν από τους 30 ανταγωνιστές, ενώ στην άλλη πλευρά του παρκέ η δημιουργία πολλών κανόνων υπέρ του επιθετικού έχει καταστήσει την ζωή πολλών ταλαντούχων και με σπάνια φυσικά προσόντα όπως ο προαναφερόμενος, αρκετά εύκολη. Βέβαια, αυτό που μπορεί να ειπωθεί από τον καθένα ως αντίβαρο είναι ότι -πλέον- τα συστήματα σε επίθεση και άμυνα έχουν εξελιχθεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε να χρειάζεται πραγματική τέχνη και ικανότητα για να μπορείς να κυριαρχείς σε κάθε αγώνα.

Ο Τζόρνταν δεν χρειάζεται την ταμπέλα του GOAT. Ούτε ο Λεμπρόν, προφανώς. Αυτό υπόκειται στην κρίση του κάθε μπασκετόφιλου, και τον τρόπο που αυτός προσεγγίζει και χειρίζεται την πορτοκαλί «σπυριάρα». Είτε επιλέξεις το killer instinct, το ανεπανάληπτο work ethic και το αέρινο στυλ του MJ, είτε προχωρήσεις με το all-around παιχνίδι, την ευφυΐα και την δύναμη του LBJ, δεν θα βγεις χαμένος. Ο φόβος και ο τρόμος του κάθε φιναλίστ της Δύσης έναντι στο ζωντανό θρύλο των πλέι-οφ, στα οποία τα ρεκόρ του ομοιάζουν με αμύθητους θησαυρούς κρυμμένους στον πάτο της θάλασσας… Προσωπικά, όντας γαλουχημένος με την διαρκής παρακολούθηση του δεύτερου, όντας πρότυπο και παράδειγμα προς μίμηση για την μακροβιότητά του και τον τρόπο που ξέρει να διαχειρίζεται και να προσέχει το σώμα του ως σωστός επαγγελματίας αθλητής, γνωρίζω την δική μου επιλογή στο debate. Εσείς;

+ posts

Παύλος Γιαννόπουλος... Αμέ, έχω και εγώ ένα όνομα. Ένα όνομα και ένα επίθετο, ανάμεσα σε τόσα άλλα στον κόσμο ετούτο. Ένας απλός φοιτητής του Καποδιστριακού, συγκεκριμένα στο τμήμα των Πολιτικών Επιστημών και Δημόσιας Διοίκησης, διαβάζοντας και γράφοντας συνεχώς, προσπαθώντας να αφυπνίσω συνειδήσεις προπαγανδίζοντας (αν υπάρχει τέτοια φράση), ώστε στον βαθμό που και εγώ μπορώ να δώσω το θετικό μου στίγμα σε μία Γη που βράζει. Σε κοινωνίες και άτομα που χρήζουν εν συναίσθησης και εν συνείδησης.
ΦΚ λέγεται το project που μπορεί να πετύχει και να μετουσιώσει τα παραπάνω. Mία φοιτητική ιστοσελίδα που χαρακτηρίζεται από μία ανιδιοτέλεια και μία αντικειμενική υποκειμενικότητα που στους καιρούς μας απουσιάζουν.