Ένας άνθρωπος, δεκάδες φωνές, δεκάδες προσωπικότητες. Ένας άνθρωπος που μας συντροφεύει εδώ και χρόνια με μια χιουμοριστική οπτική κάθε γεγονότος. (Κ.Ρ.)
Η σάτιρα αποτελούσε πάντα στο παρελθόν έναν τρόπο ερμηνείας της εκάστοτε κοινωνικής πραγματικότητας. Πόσο έχει αλλάξει όμως η σύγχρονη σάτιρα σε σχέση με τη σάτιρα του παρελθόντος; Τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας -η λεγόμενη “Τέταρτη Εξουσία”- κατά πόσο την επηρεάζουν και την κατευθύνουν; Με τον πλέον ειδικό, τον κ. Γιώργο Μητσικώστα, συζητήσαμε ουσιαστικά γύρω απ’ το διακύβευμα της σάτιρας του τότε αλλά και του σήμερα, μα και για την επιρροή που η ίδια ασκεί στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης στην κάθε εποχή. (Α.Π.)
Ένας ηθοποιός, σεναριογράφος και παρουσιαστής που έχει δημιουργήσει πάνω στα γεγονότα της πολιτικής, κοινωνικής και αθλητικής ζωής της χώρας. Μια φωνή των παιδικών μας χρόνων όταν δειλά-δειλά αρχίσαμε να βλέπουμε και κάτι άλλο από τα παιδικά κάθε Σάββατο πρωί. Πάντα με έκανε να γελώ με την απίστευτη μίμηση της Κατερίνας Ακριβοπούλου, την περίοδο του «Μήτσι Show» στην ΕΡΤ και ήταν τιμή μας να τον γνωρίσουμε.
Η σάτιρα και η ιστορία της, η πολιτική, τα Μ.Μ.Ε., ο άνθρωπος που δεν πρέπει να χάνουμε μέσα μας, η αγαπημένη του ΑΕΚ και οι συμβουλές του για εμάς τους νέους αποτελούν τα θέματα της μοναδικής συζήτησης μαζί του. Απολαύστε την, όπως κάναμε κι εμείς. (Β.Β.)
«Το χιούμορ είναι ο πιο σύντομος δρόμος από έναν άνθρωπο σε έναν άλλον».
Βολίνσκι, 1934-2015, Γάλλος σκιτσογράφος
Πώς θα χαρακτηρίζατε τα παιδικά και νεανικά/φοιτητικά σας χρόνια; Αν έχετε κάποια αγαπημένη ανάμνηση;
-Πω… Τι μου θύμησες τώρα. Μέσα της δεκαετίας του 1980,ΑΣΣΟΕ. Ωραίες εποχές. Ξεγνοιασιά. Επειδή δούλευα τα πρωινά, με τις φοιτητικές παρέες μου βρισκόμουν τα απογεύματα. Παίζαμε χαρτιά στη Σχολή, εκεί στο Χημείο, μια αίθουσα που δεν χρησιμοποιούταν. Λεγόταν έτσι γιατί έκαναν πειράματα πριν πολλά χρόνια. Έρωτες φοιτητικοί, πάρτι… πολύ ωραία και ξέγνοιαστα φοιτητικά χρόνια. Άλλες εποχές. Δεν μπορώ να σας το περιγράψω.
Στο πώς να πλησιάσεις μια κοπέλα είχαμε το γνωστό: «Πάρε με τηλέφωνο το απόγευμα». Αν το σήκωνε μπαμπάς-μαμά το κλείναμε. Εγώ έπαιζα και με τη φωνή, έκανα τη φίλη: «Ναι; Γεια σας. Μου δίνετε την Ελένη;». Ποιος είναι; Η Κατερίνα από την ΑΣΟΕΕ. Ερχόταν η Ελένη: «Ναι; Γεια σου. Ο Γιώργος είμαι. Τι κάνεις; (με βαριά αισθησιακή φωνή εννοείται-δυστυχώς δεν έχουμε ηχητικό).
Ήταν ωραία παιχνίδια αυτά παιδιά. Υπήρχε η προσμονή, η προσδοκία. Θυμάμαι μια φοιτήτρια που είχαμε μπει στο ίδιο λεωφορείο, έμενα κάπου στην Ηλιούπολη… Εντελώς άσχετη ατάκα, απλώς για να της πιάσω την κουβέντα: «Πάω να δω ένα φίλο» μου λέει. «Πού μένει;». «Γλυφάδα». «Α, εκεί κατεβαίνω κι εγώ». Και εννοείται πως είχα μάθει πιο πριν πού έμενε για να βρω την ευκαιρία να της μιλήσω.
Κοιτάξτε, μες τη Σχολή, δεν ξέρω για εσάς, υπήρχε και ο ρόλος του φοιτητή και κάποιος μπορεί να μην ήθελε να ανοιχτεί τόσο πολύ. Σκεφτόσουν: είμαι συμφοιτητής με εκείνη και αν δεν θέλει; Όχι πως δεν υπήρχαν και τέτοια.
Ποιο ήταν το πρώτο σας ερέθισμα που σας έκανε να ασχοληθείτε με την σάτιρα, την υποκριτική και γενικότερα την Τέχνη;
-Η σάτιρα είναι η Τέχνη των Μιμήσεων. Αν και στην Ελλάδα στην αρχή η μίμηση ήταν η μύηση και ο μίμος ήταν μύστης. Δεν ξέρω αν έχω το κληρονομικό, γιατί έκανε η μητέρα μου όταν ήμουν πιτσιρικάς. Γύρναγε ο πατέρας μου από τη δουλειά και για να του αναπαραστήσει τι έγινε στη γειτονιά π.χ. αν είχε ο κυρ Χρήστος, άλλαζε τη φωνή της, έκανε μιμήσεις και αντρικές φωνές. Εμένα μ΄ άρεσε αυτό το παιχνίδι και είχα ένα θεατρικό δρώμενο μέσα στο σπίτι. Γύρω στην 5η ή 6η Δημοτικού κατάλαβα πως μπορώ να κάνω μιμήσεις βλέποντας αθλητικά. Κάθε Κυριακή έβλεπα την «Αθλητική Κυριακή» με τον Μανώλη Μαυρομάτη και τη Δευτέρα, συνήθως την τελευταία ώρα που είχαμε Γυμναστική και παίζαμε μπάλα, έκανα περιγραφές (λαχανιάζοντας βέβαια) και με ρώταγαν «ποιον κάνεις;» και μου ζήταγαν να τον ξανακάνω. Έβλεπα πως αυτό δημιουργούσε ένα ωραίο κλίμα παρέας.
Μετά στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο, γνωρίζοντας πως μπορούσα να μιμηθώ, έκανα κάποιον καθηγητή που είχαμε άχτι (π.χ. τον Μαθηματικό) και στα διαλείμματα γινότανε του Κουτρούλη ο γάμος.
Θεωρείτε πως σήμερα υπάρχει πραγματική σάτιρα στην Ελλάδα; Ποια είναι η σχέση της με την εποχή που ξεκινήσατε (1991);
-Κοιτάξτε, εγώ ξεκίνησα το 1987 με τους «Συνωμότες της Νύχτας», ραδιοφωνική εκπομπή με τον συγχωρεμένο Λάκη Μπέλλο κι έναν άλλον συνεργάτη που έχει φύγει. Εμείς είχαμε ως πρότυπο στην πολιτική σάτιρα που υπήρχε τον Χάρι Κλυν.
Στη δεκαετία του 1980 με ΠΑΣΟΚ δεν υπήρχε σάτιρα στην τηλεόραση, δεν την άφηνε. Το ίδιο και με τον Πανούση, τον έκοψε σε μια εκπομπή. Ήταν μια σάτιρα «political correct» στο κόσμο του Χάρι Κλυν και υπήρχε και ο Τζίμης Πανούσης που έκανε πολύ εξτρίμ πράγματα. Επίσης τότε, επιτρέψτε μου μια μικρή αναδρομή, υπήρχε στα Εξάρχεια το «Αχ! Μαρία». Ήταν μια πολιτική σάτιρα στο πιο ανατρεπτικό-αναρχικό στυλ. Ήταν ο Βλάσης Μπονάτσος, ο Γιάννης Ζουγανέλης, ο Σάκης Μπουλάς, ο Κώστας Τουρνάς, ο Λάκης Παπαδόπουλος… και γινόταν ο χαμός!
Μετά ξεκίνησα τη ραδιοφωνική σάτιρα εγώ, όπως την «Ώρα του Πρωθυπουργού» κι άλλες εκπομπές στο Ραδιόφωνο του ΣΚΑΪ. Ο Λάκης Λαζόπουλος τον Μάη του 1992 με τους «10 Μικρούς Μήτσους» και μετά η Μαλβίνα Κάραλη. Έκανε άλλου είδους εκπομπές, όπως για σχέσεις, τότε εκείνη έκανε ραδιόφωνο στο ΣΚΑΪ και ήταν να συνεργαστούμε. Της άρεσαν οι μιμήσεις και όταν έφυγα από το ραδιόφωνο την σάτιρα την πήρε εκείνη, το «Μαλβίνα Live», στο οποίο σχολίαζε βιντεάκια τα οποία κι εγώ έκανα αλλά με «voice over» (βλ. Πίτσι-πίτσι με το Μήτσι)
Μετά πορεύτηκα στη σάτιρα με το Λάκη Λαζόπουλο. Η χρυσή εποχή ήταν το 1992-1993-1994, ο Λαζόπουλος, εγώ, μετά ξεκίνησε η Μαλβίνα, δειλά-δειλά και οι «Αμάν» (με τον Αντ. Κανάκη), όλοι βέβαια πολιτική σάτιρα διαφορετικού στυλ. Ο Χάρι Κλυν πλέον εμφανιζόταν σποραδικά γιατί μεγάλωνε κιόλας, έκανε περισσότερες ταινίες και επιθεωρήσεις στα θέατρα. Τότε, θυμάμαι, επειδή μιλάμε και σήμερα για την Επιθεώρηση, έκανε ο Λάκης, έκανε ο Χάρι Κλυν με τον Σωτήρη Μουστάκα, μιλάμε για γέλιο ατελείωτο και μαζί και ο Κώστας Τσάκωνας. Εσείς βέβαια, η γενιά σας, η κόρη μου, θα πείτε «Τι είναι αυτό;», αλλά ευτυχώς υπάρχουν στο YouTube.
Τέλος, για να μην πλατιάσω, θυμάμαι τότε σε ένα μεγαλύτερο συνάδελφο στο ραδιόφωνο να του λέω πως πάω να δω επιθεώρηση με το Χάρι Κλυν και μου απαντάει: «Εγώ, το 1967, είχα δει επιθεώρηση με Αυλωνίτη, Βλαχοπούλου, δηλαδή παλιές ελληνικές ταινίες που βλέπουμε να τις έχει live. Αλλάζουν οι εποχές. Μετέπειτα, έκανε και ο Ζουγανέλης εκπομπές και ο Ζαχαράτος με πιο lifestyle προσανατολισμό. Η «Ελληνοφρένεια» βγήκε το 2000-2001 ραδιοφωνικά, με Καλαμούκη, Βουλαρίνο, Μπαρμπαγιάννη κ.ά. και μετά πριν πάνε στην τηλεόραση τους πήρα εγώ και έγραφαν τα κείμενα στο “ΜητσιΧώστα” στο ALTER.
Το stand-up πιστεύετε πως έχει αντικαταστήσει τη σάτιρα στις μέρες μας;
-Κοίταξε, είναι ένα άλλο είδος αυτό. Πήγε να γίνει και στην τηλεόραση π.χ. «Κάψε το Σενάριο» με τον Φισφή και τον Μαρκαλιά. Το stand up είναι εντελώς άλλο πράγμα, προϋποθέτει κυρίως να είναι σε μαγαζί με κόσμο και να σχολιάζουν από κάτω. Υπάρχουν πολλοί καλοί stand-up κωμικοί από όσο έχω δει. Όμως δεν νομίζω ότι αντικαθιστά την πολιτική σάτιρα. Ίσως, ενδεχομένως, να είναι μια εξέλιξή της, άλλωστε και ο Τζίμης Πανούσης έκανε stand up, με τον οποίο γινότανε χαμός στα μαγαζιά. Ο Τζίμης έκανε πολιτική σάτιρα, ενώ απ’ ό,τι έχω δει, οι σημερινοί stand-up κωμικοί ενασχολούνται πιο πολύ με τις ανθρώπινες σχέσεις με λιγότερη πολιτική σάτιρα και περισσότερο κοινωνικό χαρακτήρα.
Το Youtube έχει παίξει μεγάλο ρόλο σε αυτό, εξαιτίας της ευκολίας τόσο της πρόσβασης με το υλικό όσο και της επικοινωνίας, δηλαδή χρειάζεσαι μονάχα ένα μικρόφωνο. Αλλάζουν οι εποχές από όλες τις απόψεις. Πιο παλιά, είτε για να γνωρίσεις μια νέα κοπέλα είτε για να δεις μια εκπομπή υπήρχε προσμονή. Θυμάμαι χαρακτηριστικά στην εκπομπή μου περιμέναμε να έρθει Πέμπτη βράδυ να κάνουμε το περίφημο bodying ή, αντίστοιχα, το 2001 με το πρώτο “Big Brother” όπου μαζευόμασταν το βράδυ να δούμε ποιος θα αποχωρήσει. Νιώθω πως τώρα, με παροχές όπως το on demand, έχει χαθεί η προσμονή.
Ποια θα χαρακτηρίζατε ως την κορυφαία σας στιγμή στην τριαντάχρονη επαγγελματική σας καριέρα;
-Κορυφαία περίοδος ήταν από το 2001 έως το 2009 όπου και εργαζόμουν στο ALTER. Δούλευα αρκετές ώρες, έκανα πολλές μεταμφιέσεις. Το κανάλι είχε επενδύσει σε μένα και εγώ στο κανάλι. Ήταν μια χρυσή 8ετία, που πιστεύω πως εκεί «έφτασα ταβάνι». Οι εκπομπές ήταν «talk of the town», δηλαδή αποτελούσαν σημείο συζήτησης. Και είμαι τυχερός που το αποκορύφωμα της καριέρας μου το είχα στα πιο δημιουργικά μου χρόνια, από τα 36 μου έως και τα 44. Μετά από αυτή την ηλικία, όλοι οι άνθρωποι κάνουν πιο εξειδικευμένες επιλογές και πέφτουν οι αντοχές τους.
Έχοντας δουλέψει χρόνια στα ΜΜΕ, πώς θεωρείτε ότι επηρεάζουν την κοινή γνώμη και ποια είναι η απάντηση της σάτιρας η οποία -κατά τον Αριστοφάνη- εκθέτει τα κακώς κείμενα;
-Κοίταξε, τα ΜΜΕ είναι αυτό που λένε και για τους πολιτικούς: «Αυτοί είμαστε και αυτά τα ΜΜΕ έχουμε». Τα ΜΜΕ είναι ταυτόχρονα πομπός και δέκτης. Βλέποντας, έτσι, κάποια συγκεκριμένα προγράμματα να έχουν υψηλά νούμερα τηλεθέασης, σημαίνει πως αυτά θέλει να δει ο κόσμος. Κάποιος, λοιπόν, που δεν θέλει να είναι αφυπνισμένος παρακολουθεί τα ΜΜΕ, τις ειδήσεις και «τρώει το κουτόχορτο». Κάποιος, από την άλλη, που θέλει να είναι αφυπνισμένος, δεν θα βλέπει καθόλου τηλεόραση. Θα ψάχνει κάτι από το διαδίκτυο, θα βγαίνει έξω να συζητάει με τον κόσμο, θα έχει δηλαδή αυτή την αποτοξίνωση. Πράγματι επηρεάζουν την κοινή γνώμη τα ΜΜΕ.
Από το όνομά τους, τα ΜΜΕ απευθύνονται στην μάζα. Άρα, εξαρτάται και από το πού θέλει να συγκαταλέγεται το εκάστοτε άτομο. Να πω πως όπου υπάρχει η λέξη Μάζα, αντιμετωπίζεται ο κόσμος σαν να επρόκειτο για ζώα, όπως συμβαίνει και στα ΜΜΜ. Ενώ θα έπρεπε να τα λένε “Ανθρώπινα Μέσα Μεταφοράς” ή αντίστοιχα “Ανθρώπινα Μέσα Ενημέρωσης”. Γιατί οι λέξεις, όπως έλεγαν και στην Αρχαία Ελλάδα, έχουν δόνηση. Άμα κατηγοριοποιείς τον εαυτό σου ως μαζικό καταναλωτή ή μαζικό τηλεθεατή, είναι λογικό να είσαι μέρος της μάζας. Ενώ, αν ξυπνάς το πρωί και λες πως είσαι ένας ξεχωριστός άνθρωπος, ένας ξεχωριστός φοιτητής, ένας ξεχωριστός άντρας ή μια ξεχωριστή γυναίκα, τότε θα δεις πως στην μέρα σου θα συναντάς και ξεχωριστούς ανθρώπους.
Για να απαντήσω λοιπόν στην ερώτηση, επηρεάζουν τα ΜΜΕ όσο θέλεις εσύ να σε επηρεάζουν. Και αυτό εξαρτάται από την φύση σου ως δέκτης, δηλαδή πόσο δεκτικός είσαι. Μονάχα από τον τηλεθεατή εξαρτάται. Τώρα είναι και το YouTube, όπου και αυτό πλέον συγκαταλέγεται στα μαζικά μέσα ενημέρωσης. Αλλά ακόμα και εκεί υπάρχει μια λογοκρισία. Σε εκπομπές μου π.χ. με βωμολοχίες, κάποιος μπορεί να κάνει μια μήνυση και αμέσως να κατέβουν, με πρόσχημα την προσβολή των ηθών και εθίμων του τόπου.
Πίσω το 2019 είχατε δηλώσει στην κυρία Ν. Γερμανού για το σενάριο και την συνεργασία σας με το Netflix. Σε τι φάση βρίσκεται αυτό σας το project;
-Ναι, έμεινε πίσω αυτό. Τα σπάσαν οι παραγωγοί που μίλαγα με το Netflix, κάτι δεν πήγε καλά στη συνεργασία και έτσι έμεινε πίσω αυτό το σενάριο. Είναι ένα θρίλερ αυτό που το είχα σκεφτεί όταν πήγαινα στην Αστυπάλαια, είχα πάει εκεί πριν από δύο χρόνια και είχα εμπνευστεί, γιατί κάτι είχε γίνει, κάτι είχα δει και έγραψα ένα θρίλερ σχετικά με αυτό. Υπάρχει ένα νεκροταφείο βρεφών στην Αστυπάλαια, στην παλιά πόλη, στο Κάστρο, αν έχετε πάει. Εκεί είχα βρει και κάποιους αρχαιολόγους απ’ την Οξφόρδη και πιάσαμε μια κουβέντα και εκεί μου ήρθε η έμπνευση να γράψω κάτι…
Κ.Ρ.: Είχατε πει και για ένα βιβλίο τότε…
–Το βιβλίο έμεινε. Δεν έχω διάσπαση προσοχής αλλά είμαι λίγο «multitasking», δηλαδή γράφω παράλληλα τρία-τέσσερα βιβλία. Το ένα το αφήνω, το άλλο το προχωράω. Δεν έχω ολοκληρώσει τίποτα. Θέλω να τα ολοκληρώσω, αυτή είναι η δικιά μου δοκιμασία. Συνέχεια τα εμπλουτίζω, επειδή όλα τα βιβλία που γράφω είναι κάπως βιωματικά και εμπειρικά πέρα από την επιστημονική φαντασία, οπότε θα ενημερωθείτε όταν θα τα έχω ολοκληρώσει.
Θα θέλαμε τη γνώμη σας για τα reality shows, αλλά και γενικότερα για την Τηλεόραση σήμερα.
-Κοιτάξτε βρε παιδιά, αυτά εντάσσονται στα Μαζικά Μέσα Ενημέρωσης. Τι θες να φας…
-Κ.Ρ: Αν σε κάνουν όμως να θέλεις να το φας; Χρόνια σε χτίζουν, ώστε κάποια στιγμή…
Β.Β.: Δεν υπάρχει, πιστεύετε, και κάποια στόχευση, όταν ο Alpha έχει το Bachelor, ο ΣΚΑΪ έχει το Big Brother… ας εξαιρέσουμε ορισμένα μαγειρικά που έχουν ένα χιούμορ και μια ορισμένη ποιότητα. Αλλά όταν ένα κανάλι προβάλλει το Big Brother, δεν πιστεύετε ότι υπάρχει και μία στόχευση μέσα από αυτό, πέρα από το μαζικό;
-Εννοείς αποχαύνωση… Τηλεόραση βλέπουν πολλοί που επιμένουν και θέλουν να βλέπουν τηλεόραση για να καλύψουν κάποια ψυχικά κενά. Δηλαδή, βλέπω και κάποιους στην ηλικία μου που μου λένε: «Βλέπεις Survivor;» Και συνεχίζουν: «Βλέπω αυτή την τύπισσα, αυτή που είναι έτσι…». Μετά λέει: «Αυτός είναι τόσο γυμνασμένος, είναι γουόναμπι». Ωραία, το λες, κάνε όμως και κάτι, όχι για να του μοιάσεις, για σένα… πήγαινε για τρέξιμο. Την ώρα που βλέπεις αυτές τις βλακείες, πήγαινε και τρέξε έξω. Ο άλλος βλέπει ένα ριάλιτι και λέει: «Πω πω, κοίταξε τι κάνει αυτός… πώς της μιλάει έτσι!». Ίσως επειδή θα ήθελε να ταυτιστεί μ’ αυτόν. Και έτσι, η τηλεόραση λειτουργεί για εκείνον σαν ψυχανάλυση.
Για μένα, όλοι αυτοί που βλέπουν όλα αυτά που υπάρχουν στην τηλεόραση έχουν ψυχικά προβλήματα. Αντί να πάνε σ’ έναν ψυχοθεραπευτή και να τους πει: «Ξέρεις τι, δες τον παρατηρητή σου»… Εγώ κάνω ψυχοθεραπεία του Άντλερ, που εκεί μπαίνεις στον παρατηρητή σου. Τι σου λέει, τι βλέπεις εκεί, ταυτίζεσαι μ’ αυτό που βλέπεις; Ή άλλοι βλέπουν σειρές και ταυτίζονται με τους ηθοποιούς.
Παιδιά, θα σας πω κάτι. Δεν είναι ζήτημα καπιταλιστικό, αλλά ό,τι πληρώνεις παίρνεις. Δηλαδή, απ’ τη στιγμή που πληρώνεις για να βλέπεις π.χ. Cosmote, Netflix κλπ. έχεις και την απαίτηση αυτό που βλέπεις να είναι καλό και να σου αρέσει. Η τηλεόραση, λοιπόν, ήταν αυτή που ξέραμε κάποτε και ήταν καλή και δωρεάν. Τώρα, αν αυτό το δωρεάν που προβάλλεται δε σου αρέσει απλά δεν το βλέπεις και έχεις παράλληλα την ευθύνη γι΄ αυτό που θα πληρώσεις για να δεις, γιατί ακριβώς το πληρώνεις. Αν δε σου αρέσει το δωρεάν αυτό, το κλείνεις.
Τώρα γιατί τα κανάλια επιδίδονται στο μη ποιοτικό, προφανώς και εμένα μου κάνει εντύπωση… Και παρακολούθησα κάποια σεμινάρια Φιλοσοφίας με την Αθήνα Ποτάρη απ’ το Χάρβαρντ και την Οξφόρδη, η οποία πέρυσι έψαξε και βρήκε ότι η λέξη που γράφηκε πιο πολλές φορές στο Google στην πρώτη φάση του κορωνοϊού ήταν η «αφύπνιση»… Υπάρχει πολύς κόσμος που θέλει να αφυπνιστεί.
Όταν κάποιος λέει ότι βλέπω τηλεόραση, τον καταλαβαίνω, αλλά δεν είναι αφυπνισμένος. Ή ρωτάς κάποιον και σου λέει: «Εγώ δε βλέπω τηλεόραση, τρέχω, κάνω κάθε μέρα 10 χλμ., διαβάζω το τάδε βιβλίο»… Ωραίος. Αυτός είναι που λέμε συνδεδεμένος με κάτι. Όλοι είμαστε συνδεδεμένοι με κάτι. Έχουμε τον ομφάλιο λώρο από την μητέρα μας αλλά έχουμε και έναν ομφάλιο λώρο που μας συνδέει με κάτι.
-Κ.Ρ.: Πιστεύετε ότι το ίδιο συμβαίνει και με το ραδιόφωνο;
–Το ραδιόφωνο είναι μια παρέα και δε σου φυλακίζει τα μάτια και τη σκέψη, ενώ η τηλεόραση τις περισσότερες φορές είναι αποχαύνωση. Είτε είναι δωρεάν, είτε πληρώνει κάποιος. Γι’ αυτό είναι ωραίο, όταν διαβάζεις ένα βιβλίο -το λένε και οι Ιάπωνες- μην το διαβάζεις στην ίδια θέση, άλλαζε παραστάσεις. Γενικά, να φεύγουμε απ’ την ρουτίνα, δε γερνάμε έτσι. Και γενικά να γνωρίζεις κόσμο, να παίρνεις μηνύματα. Βγες στη φύση, να αφήνεσαι, να παρατηρείς. Τώρα, για παράδειγμα, περνάει ένα περιστέρι, ψάχνει να βρει την τροφή του… Δες τα μυρμήγκια που κι αυτά προσπαθούν, να αφήνεις το βλέμμα σου.
-Α.Π.: «Βλέπε και με τα μάτια της ψυχής», όπως λέει και ο Μικρός Πρίγκιπας;
-Σωστά, «βλέπε και με τα μάτια της ψυχής», γιατί όπως έχουμε πει, κάπου το διάβασα αυτό, να σκέφτεσαι με την καρδιά και να αισθάνεσαι με τον νου. Το ωραιότερο όμως είναι να φύγεις από το συναίσθημα και να βρεις το αίσθημα. Να φύγεις από το υποσυνείδητο και το ασυνείδητο και να βρεις το συνειδητό ή το ευσυνείδητο. Το «ευ» το καλό που έλεγαν και οι αρχαίοι, την καλή συνείδηση. Να φύγεις απ’ την ιδιωτική λογική που σε οδηγεί στο «εγώ» και να βρεις τον εαυτό σου.
Ποτέ ξεκίνησε η αγάπη σας για την Α.Ε.Κ. και πώς αντιδράσατε στην πρόταση του κ. Μπουλμέτη να συμμετάσχετε στο «1968»;
-Β.Β.: Για πείτε μας, επίσης, ήταν όλοι Αεκτζήδες σ’ αυτό το καστ;
-Νομίζω ναι, ήταν όλοι Αεκτζήδες. Εγώ Αεκτζή με θυμάμαι από τότε που ήμουν παιδάκι, γιατί μεγάλωσα στη Νέα Φιλαδέλφεια, στην ιστορική ταβέρνα του Λουκιδέλη, εκεί ακριβώς ήταν το πατρικό μου. Γήπεδο πήγαινα στη Φιλαδέλφεια. Ο πατέρας μου δεν πήγαινε γήπεδο. Η μάνα μου μια φορά στην τύχη με είχε βάλει σ’ ένα γήπεδο, καταλάθος μπήκαμε μέσα και εκεί μας σταμάτησαν οι αστυνομικοί και επειδή μπήκε με αέρα η μάνα μου, τη ρώτησαν: «Είστε η γυναίκα του προέδρου;» Και λέει η μάνα μου: «Ναι». «Περάστε, καθίστε». Εγώ ήμουν παιδάκι έξι χρονών και τα θυμάμαι. Οπότε ΑΕΚ είμαι από τα γεννοφάσκια μου.
Τώρα, για την ταινία του Μπουλμέτη. Θυμάμαι με τον Τάσο που είμαστε φίλοι, μου είχε πει ότι έγραφε το σενάριο για μια ταινία και ήθελε να παίξω. Διάβασα το σενάριο, εγώ τον ρώταγα τι να κάνω και μου λέει ότι επειδή στη γειτονιά μου υπήρχε ένα προποτζίδικο, εγώ στην ταινία να κάνω τον κυρ Στέφανο, τον προπατζή, υπαρκτό πρόσωπο (έφυγε το 1979, 51 χρονών). Όταν έφυγε και άφησε ένα ορφανό κορίτσι, τη Χρύσα, θυμάμαι μου είχε στοιχίσει τότε να βλέπω ένα ορφανό κοριτσάκι με τη μαμά του και έτσι λέω θα κάνω αυτόν τον προπατζή και θα τον μελετήσω. Ήταν πολύ ωραίο αυτό, γιατί άλλαξα τη χωροχρονική μου διάσταση και πήγα τότε και έτσι βγήκε αυτός ο ρόλος, μελετώντας τον. Η εμπειρία του κινηματογράφου είναι μία άλλη μύηση μαγική.
Μπαίνοντας σ’ έναν τέτοιο ρόλο έπρεπε να βρω τους ρυθμούς της εποχής, γιατί οι άνθρωποι τότε μίλαγαν πιο αργά… Και τώρα μάλιστα διαβάζω και ένα βιβλίο, λέγεται «η Τέχνη της σαγήνης», πώς μπορεί να σαγηνεύει μία γυναίκα έναν άντρα και ένας άντρας μία γυναίκα από την αρχαιότητα με την Κλεοπάτρα, τον Καζανόβα… Και επειδή λέγαμε για τον ρυθμό, το πιο σαγηνευτικό είναι να μιλάς σιγά, αργά, να αφήνεις ένα μυστήριο στην κουβέντα, να λες και κάποια “όχι” και να πιάνεις το μυαλό του συνομιλητή σου.
Και κάτι ήθελα να πω σχετικά με την ψυχανάλυση. Πιστεύω ότι ένας ψυχολόγος ή ένας ψυχαναλυτής βοηθάει πολύ. Γνωρίζω, για παράδειγμα, μία κοπέλα και μου λέει το όνομά της και ότι κάνει και ψυχανάλυση, τότε σκέφτομαι ότι κάτι καλό υπάρχει εδώ, γιατί σημαίνει ότι ψάχνει τον εαυτό της. Ενώ, αντίθετα, αν μία κοπέλα που γνωρίζεις σου λέει ότι μου αρέσει να κάνω τα νύχια μου, να πηγαίνω για ψώνια, να κάνω το ένα, το άλλο και τα σχετικά, σημαίνει ότι θέλει μόνο το έξω, το εξωτερικό, το επιφανειακό.