Μεγαλώνεις, μετράς λεπτά και αποστάσεις, απώλειες και προσθήκες. Ανθρώπων, κιλών, ρυτίδων, ραγάδων. Πιάνεις τον εαυτό σου να συνομιλεί με το εγώ σου, θέτοντάς του ερωτήσεις του τύπου: “Τι θα απογίνω όταν μεγαλώσω; Θα έχω καταφέρει τα όνειρα του τώρα να έχουν γίνει αναμνήσεις του τότε; Θα μπορώ; Θα στερηθώ; Θα αλλάξουν πολλά πράγματα; Θα αλλάξω κι εγώ μαζί τους; Και πώς θα είμαι όταν αλλάξω;”.
Και τα χρόνια περνάνε και οι λεπτοδείκτες του ρολογιού φαντάζουν σαν πρωταθλητές του στίβου που ολοκληρώνουν τον κύκλο πιο γρήγορα από ό,τι περίμενες. Και τα χρόνια περνάνε και οι αλλαγές χτυπάνε την πόρτα μία-μία. Ξεκινώντας με τις σωματικές μεταβολές, πανάδες, χαλάρωση, λευκά μαλλιά, ζαρωμένο δέρμα. Και τα σκαλιά του σπιτιού δεν είναι εύκολα πλέον και σκέφτεσαι κάποτε που τα ανέβαινες δύο – δύο με σακούλες γεμάτες πράγματα από το super market. Και τα ξενύχτια με φίλους και συγγενείς παύουν να είναι κάτι χαλαρό για απανωτές βραδιές. Και γεμίζει το τραπεζάκι που ακουμπάς τα κλειδιά σου, εξετάσεις που οι αριθμοί τους σε παραπέμπουν να πληκτρολογήσεις το τηλέφωνο του παθολόγου για να κλείσετε ένα ραντεβού στις έξι, να σου πει τι χάπια να πάρεις για την πίεση, για το ζάχαρο και για την καρδιά που καμιά φορά χορεύει εκτός ρυθμού. Κι αρχίζουν οι περιορισμοί. Είσαι υποχρεωμένος, πλέον, να προσέχεις.
Λένε πως η φοβία που έχει περικυκλώσει το κορμί σου είναι αυτή του θανάτου, του τέλους της ανάσας. Μα κάνουν μεγάλο λάθος. Δεν φοβάσαι όσα θα φύγουν, στα οποία δεν έδωσες ποτέ σημασία. Φοβάσαι, όλα αυτά που θα ζήσεις και θα απολαύσεις και θα τα δεις σιγά-σιγά να χάνονται. Δυνατότητες που θα εξελιχθούν σε ανικανότητες και όταν θα αναπολείς θα σου φαίνονται σαν να έγιναν όλα την περασμένη Κυριακή, που είχατε μαζευτεί οικογενειακώς στην ταράτσα για να ψήσετε και να κατεβάσετε τις μπύρες χωρίς τύψεις και έγνοιες για την ποσότητα και τις θερμίδες τους. Θα φαίνονται ότι όλα άλλαξαν μέσα σε ένα άνοιγμα και ένα κλείσιμο των ταλαιπωρημένων βλεφάρων, αυτών που σκεπάζουν τα μάτια, τα μάτια που έχουν δει τόσα μέχρι σήμερα και ελπίζεις να δούνε άλλα τόσα και ακόμα καλύτερα μέχρι να ξανασκεπαστούν για μία τελευταία (και μόνιμη) φορά.
Δεν θέλεις να ζήσεις πολύ, και αν θες, κακώς. (Να) θέλεις να ζήσεις πολλά και καλά. Δεν θέλεις να είσαι εκείνος που με τα χίλια ζόρια έκανε πράξη την ευχή “να τα εκατοστίσεις”. Να επιθυμείς να είσαι ο άνθρωπος αυτός που κάθε γενέθλια μπορούσε να τα γιορτάζει υγιής, στα πόδια του και ευτυχισμένος, αντί σε ένα κρεβάτι και αναγκασμένος να χρειάζεται την βοήθεια των γύρω του για να κάνει ακόμα και τα πιο απλά.
Τι συμβαίνει όμως όταν έρχεσαι αντιμέτωπος με την φύση σε μία μάχη της ζωής; Εκεί δεν έχεις πιθανότητες να νικήσεις όσο κι αν το θέλεις, και φτάνεις πλέον στην χρονική εκείνη περίοδο που όσο και να γυμνάζεσαι το σώμα δεν υπακούει και η γράμμωση δεν σχηματίζεται καθόλου εύκολα, σε αντίθεση με τα δεκαπέντε σου που έκανες έναν μήνα κολύμβηση και έβλεπες τρομερά αποτελέσματα. Όταν προσέχεις την διατροφή σου αλλά τα ψηφία δεν επιθυμούν να αλλάξουν λίγο προς τις μικρότερες μονάδες; Όταν η κόπωση σου στερεί ευκαιρίες να περάσεις καλά, να κάνεις κάτι διαφορετικό, να έρθεις σε επαφή με τον κόσμο που έχεις επιλέξει να αγαπάς; Φοβάσαι πόσο μπορούν να χειροτερέψουν τα πράγματα.
Και οι υπολογισμοί που έκανες δεν είναι επαρκείς, ίσως να είναι και δυσλειτουργικοί. Και σκέφτεσαι με μία νότα μετανιωμένης πίκρας, ότι έπρεπε να είχες κάνει περισσότερα τότε που μπορούσες και δεν έπρεπε να σπαταλάς ενέργεια σε αυτά που κάποτε θα σου είναι αδύνατον να πραγματοποιήσεις, μα σε εκείνα που μπορούσες να εφαρμόσεις και να γίνεις λίγο πιο ευτυχισμένος, είτε παροδικά, είτε για μεγάλη διάρκεια. Και είσαι στο μπαλκόνι με το τσιγάρο να λερώνει με την στάχτη του το τασάκι με το σβησμένο σχέδιο, είτε στο κρεβάτι κοιτώντας το ταβάνι, που ολοένα και πιο κοντά στο κρεβάτι έρχεται, είτε μπροστά από τον καθρέφτη κοιτώντας την δίδυμη εικόνα σου. Και πλέον δεν απορείς. Τώρα πια γνωρίζεις. “Φοβάμαι τα γηρατειά” λες στον εαυτό σου.
Φοβάμαι ότι θα χρειάζομαι καρέκλα, όπου κι αν βρεθώ. Φοβάμαι ότι η μέση μου δεν θα αντέχει το ίδιο μου το βάρος. Φοβάμαι ότι τα πόδια θα εγκαταλείπουν την προσπάθεια κάπου στην μέση της διαδρομής από εδώ μέχρι το παραδίπλα στενό. Φοβάμαι ότι με δύο χάπια το πρωί, ένα το μεσημέρι, ένα το απόγευμα και άλλα δύο το βράδυ θα υποστηρίζω την ύπαρξή μου. Φοβάμαι ότι θα βρεθώ στο νοσοκομείο και εκεί είναι που θα αφήσω τις τελευταίες μου ανάσες, με τις οποίες τόσα χρόνια πορευόμασταν μαζί για να τα βγάλουμε πέρα και να φτάσουμε στο τώρα που το έβλεπα ως το μέλλον, του τότε παρελθόντος και σκεφτόμουν πόσο ακόμα αργεί αυτή τη ώρα. Φοβάμαι ότι θα μείνω μόνος, ανήμπορος και χωρίς κανέναν να θέλει να με βοηθήσει, γιατί πριν λίγες μέρες άκουσα τους δικούς μου ανθρώπους να με αποκαλούν “βάρος και ταλαιπωρία”.
Και το τσιγάρο σταμάτησε να καίγεται για λίγο. Και το ταβάνι σταμάτησε να πλησιάζει το κουρασμένο πρόσωπό σου. Και ο καθρέφτης χρειάστηκε μερικά δευτερόλεπτα για να σκεφτεί πριν σου απαντήσει.
Και ύστερα αποκρίθηκαν. Η επαφή σου με την ευτυχία είναι εφικτή ακόμα κι αν είσαι καθιστός. Η ευτυχία θα μάθει να έρχεται να σου χτυπάει την πόρτα όταν εσύ δεν μπορείς πια να πας να χτυπήσεις την δική της. Με ποικίλες μορφές.
Θα είναι εκείνος ο γείτονας που θα έρθει στο μπαλκόνι να πιείτε καφέ και θα σου πει όλο καμάρι για το πτυχίο που πήραν τα παιδιά του και θα του πεις κι εσύ τα κατορθώματα των δικών σου που φουσκώνουν με περηφάνια το στήθος σου. Θα είναι το εγγόνι που θα έρθει στα σκεπάσματα στο καυτό κρεβάτι να του διαβάσεις ένα παραμύθι, μα θα πρέπει να το σηκώσεις να σου φέρει τα γυαλιά “για κοντά”, μιας και η όραση μια μέρα σε χαιρέτησε λίγο ειρωνικά. Και μην σκεφτείς πως υποχρεώνεις κανέναν και πως γίνεσαι βάρος επειδή κάποια πράγματα σου φαίνονται πιο δύσκολα απ’ ότι (ήταν) κάποτε. Δεν αποτελεί επιβάρυνση να σου προσφέρουν φροντίδα, ισάξια με αυτήν που προσέφερες εσύ για τόσα χρόνια.
Και μην πνίγεσαι από την ίδια σου την απαισιοδοξία. Στα δωμάτια του νοσοκομείου δεν ζει ο θάνατος. Ζει η ελπίδα πως η γνώση και η ακαδημαϊκή -και όχι μόνο- μόρφωση θα νικήσουν τα εκάστοτε τραύματα.
Όσον αφορά το να μείνεις μόνος, ανήμπορος και αβοήθητος, κακά τα ψέματα, αυτά σκιαγραφούν σενάρια ζωής που είναι πολύ πιθανό να πραγματοποιηθούν. Μα μην σκας. Είναι στο χέρι σου να βρεις ανθρώπους και να χτίσεις σχέσεις, ώστε να έχεις δίπλα σου εκείνους που θα σε αγαπάνε και θα νοιάζονται για εσένα εξίσου έντονα με την αγάπη και την έγνοια την δική σου προς τα άτομά τους.
Και το τσιγάρο, το ταβάνι και ο καθρέφτης συνέχισαν να δίνουν απαντήσεις στις ανησυχίες και τους φόβους σου. Το γήρας δεν είναι κατάντια ούτε ανυπόφορη κατάληξη. Είναι ρυτίδες επειδή κάποτε γέλασες με όλο σου το “είναι”, επειδή έκλαψες λες και η καρδιά σου έσπασε σε χίλια κομμάτια, επειδή κόπιασες πολύ και είχες τα κότσια να προσπαθήσεις και να παλέψεις για ό,τι πραγματικά θέλησες στην ζωή. Και μπράβο σου γι’ αυτό. Το γήρας είναι λίπος γιατί κάποτε γλέντησες τρώγοντας και πίνοντας με φίλους, και όταν το γλέντι τελείωνε σκεφτόσουν ότι ποτέ δεν θα το ξεχάσεις. Και να που όντως δεν το ξέχασες και πέρασες καλά, καθώς τώρα διαβάζοντας τις αράδες αυτές, αναπολείς στο παρελθόν και χαμογελάς ελαφρώς τονίζοντας την ρυτίδα ευτυχίας σου. Το γήρας είναι η καρδιά που μπερδεύεται καμιά φορά και κουνιέται με λανθασμένο ρυθμό, γιατί κάποτε άντεξες τις αναπάντεχες θλίψεις και πικρίες, μα και τις ορμητικές χαρές.
Τα γηρατειά δεν δείχνουν αυτά που δεν μπορείς να κάνεις, μα αυτά που κάποτε κατάφερες να κάνεις. Και όταν φτάσεις εκεί, να ξέρεις ότι θα νιώθεις γεμάτος από αυτά που πέρασαν και όχι κενός από αυτά που δεν θα έρθουν να σου κρατήσουν το χέρι.
Γι’ αυτό μην φοβάσαι, και να θυμάσαι ότι η πραγματική ομορφιά φαίνεται στα σώματα εκείνα που πάνω τους είναι χαραγμένη η εικόνα ότι βίωσαν πολλά.
Υ.Γ: Ίσως εσύ να μην βρίσκεσαι σε ηλικία που να ανησυχείς για τον χρόνο που περνάει, αλλά ελπίζω όταν φτάσεις σε αυτό το σημείο να σε βοηθήσει το δικό σου τσιγάρο, το δικό σου ταβάνι, και ο δικός σου καθρέφτης.
Καταγωγή από τον πυρήνα της Ελλάδας γεμάτη με θαυμασμό για τα τοπία που περιέχουν το πράσινο της φύσης και το γαλάζιο του βυθού. Λάτρης της hip hop μουσικής, της στάσης ζωής των χίπηδων και της εκμετάλλευσης του τώρα παρά του άγχους για το αύριο.
Πάθος για την γραφή από μικρή κιόλας ηλικία, ξεκινώντας με άρθρα “Πού πήγα διακοπές το καλοκαίρι” και καταλήγοντας σε παραγράφους γεμάτες επανάσταση και αφυπνισμό. Θαμώνας συνεργατικών καφενείων, πλατειών, ροκ μπαρ και χώρων συναυλιών. Ελπίζω σε έναν καλύτερο κόσμο όχι από άποψη, αλλά από ασυγκράτητο αίσθημα δικαιοσύνης. Μ’ αρέσει να υπογράφω με έμμεση αναφορά στο όνομά μου. Peace.