Θυμάμαι χαρακτηριστικά το πρώτο μου 1,5 έτος μου στην Αθήνα, προ Κόβιντ, όπου η αδελφή μου κάθε φορά που χρησιμοποιούσε τις συγκοινωνίες, δεν λησμονούσε να κάνει χρήση αντισηπτικού τόσο κατά την διάρκεια όσο και μετά το πέρας της μεταφοράς. Η δε μητέρα μου, είχε υιοθετήσει την χρήση μάσκας μιας χρήσης, στους ίδιους χώρους, κυρίως κατά την διάρκεια των φθινοπωρινών/χειμωνιάτικων μηνών, με αυτοσκοπό την προστασία από την εποχική γρίπη.
Σε αντιδιαστολή με όλα αυτά, θυμάμαι τον εαυτό μου εκείνες τις εποχές και την «υγειονομική ανεμελιά». Χωρίς κανέναν φόβο ακουμπούσα όλες τις επιφάνειες σε πολυσύχναστα μέρη, είτε αυτά λέγονται ΜΜΜ, είτε λέγονται Σχολή, είτε λέγονται γήπεδο. Φυσικά, με τα ίδια χέρια ακουμπούσα το πρόσωπό μου, δίχως φυσικά να τα έχω απολυμάνει, ενώ συνήθιζα να κάθομαι στον καναπέ μου με ρούχα που φορούσα στα ίδια μέρη.
Πλέον, οι συνθήκες είναι τέτοιες που κάνουν το πρόσφατο παρελθόν να φαντάζει τόσο μακρινό όσο και ξεκαρδιστικό. Ατελείωτο αντισηπτικό, αποφυγή συνωστισμού (κατά το δυνατό), μάσκα σε ανοικτούς και μη χώρους, με συνωστισμό ή και χωρίς και αποφυγή επαφής με επιφάνειες (πάλι κατά το δυνατό). Και όλα αυτά, όντας εμβολιασμένος (μάλιστα, πρόσφατα έκανα και την αναμνηστική δόση).
Αυτά τα χαρακτηριστικά δεν θα μου έκαναν εντύπωση αν εμφανιζόντουσαν μονάχα σε μένα. Τουναντίον, η εν λόγω συμπεριφορά εμφανίζεται σε ένα εύλογο κομμάτι της κοινωνίας μας πλέον, που στην συντριπτική του πλειοψηφία είναι και αυτό εμβολιασμένο. Το ερώτημα είναι συνεπώς, από πού πηγάζει αυτός ο φόβος;
Ο κόσμος, δυστυχώς, δεν φοβάται μονάχα τον κόβιντ πλέον, αλλά γενικότερα διέπεται από ένα σύνδρομο νοσοφοβίας. Έχοντας στην άκρη του μυαλού του το ενδεχόμενο της έκθεσης στον γνωστό ιό, υπάρχει φόβος ακόμα και στο παραμικρό συνάχι, στα δέκατα ή στον βήχα. Σε άλλες εποχές, ένα απλό κρυολόγημα δεν υπήρχε περίπτωση να αποτελέσει λόγο αποστασιοποίησης από οποιαδήποτε δραστηριότητα, είτε αυτή λέγεται δουλειά είτε αθλητισμός είτε διασκέδαση. Πλέον, είναι αρκετό έτσι ώστε να υπάρξει μια προληπτική απομόνωση από όλα τα κοινά, ή, σε περίπτωση που τα συμπτώματα επιμείνουν χρονικά, να γίνει διαγνωστικός έλεγχος.
Φανταστείτε λοιπόν αυτό το φαινόμενο φέτος, όπου το φθινόπωρο μας βρήκε με ανοιχτά καταστήματα και γενικότερα με τις κοινωνικές δραστηριότητες να έχουν επανέλθει σε ένα εύλογο ποσοστό. Σχεδόν όλοι θα περάσουν ένα κρύωμα, ένα συνάχι ή θα έχουν πονόλαιμο. Όλοι, όμως, εξ αυτών θα σκεφτούν αμέσως το χειρότερο σενάριο, που δεν είναι άλλο από το να έχουν μολυνθεί από τον Κόβιντ.
Πέρα των υγειονομικών επιπτώσεων, μακροπρόθεσμα θα υπάρξει και άλλη μια τραγική απεικόνιση της περιπέτειας που ζήσαμε. Θα είναι η νοσοφοβία σε συνδυασμό με αντικοινωνικά κατάλοιπα. Και σε συνδυασμό με όλα αυτά, οι μνήμες και οι θύμησες δεν πρόκειται να αφήσουν να ξεχαστεί ο όλεθρος που βιώνουμε (ελπίζω όχι για πολύ ακόμα).
Tο όνομά μου είναι Κωνσταντίνος-Διονύσιος Ρουκανάς, κάτι που δεν ήταν επιλογή μου. Γεννήθηκα και μεγάλωσα στο νησί της Ζακύνθου, πάλι, χωρίς να το επιλέξω. Κατάφερα να γίνω
φοιτητής του Πανεπιστημίου Πειραιώς, με σκοπό να πολεμήσω το οικονομικό σύστημα από μέσα. Βέβαια τώρα, σκέφτομαι ήδη τρόπους να το υπηρετήσω μελλοντικά. Αυτό ενδέχεται όμως να είναι μια επιλογή μου.
Επιλογή μου σίγουρα, πάντως, ήταν να μπω στην ομάδα του Φοιτητικού
Κόσμου, διότι από την μία η ενασχόληση με την δημοσιογραφία και την αθλητικογραφία αποτελεί μια ουτοπία που θα ήθελα να ζήσω, από την άλλη η γενικότερη δομή της ιστοσελίδας βασίζεται πάνω σε αρχές οι οποίες έχουν βασικό ρόλο στην δική μου ιδιαίτερη κοσμοθεωρία. Η απορία που έχω, ωστόσο, είναι για πόσο καιρό τα παιδιά της ομάδας θα αντέξουν ένα άτομο που δεν έχει υπάρξει σοβαρό ποτέ στην ζωή του για πάνω από 1 λεπτό.
Ίσως, όταν παίζει η ομάδα μου, η ΑΕΚ, κι είναι δύσκολα τα πράγματα γίνομαι υπερβολικά σοβαρός, σε βαθμό να ξεχνάω τις προτεραιότητες που υποτίθεται πως έχω θεσπίσει στην ζωή μου.