Της Παναγιώτας Μητσοπούλου, πρώην συντάκτριάς μας
Ο χρόνος μετρά αντίστροφα. Τελευταίες μας στιγμές, αλλά εμείς σπαταλάμε το τώρα, νομίζοντας ότι κρατά για πάντα. “Ήταν μια στιγμή και χάθηκε” θα πεις φεύγοντας…
Δεν έχουμε πια τι να πούμε. Σε κοιτάζω σαστισμένη, δεν ξέρω αν πρέπει να σου πω να μείνεις ή να σιωπήσω και να χαθείς για πάντα. Θέλει δύναμη να μένεις και κουράγιο να φεύγεις, και εσύ στις τελευταίες μας στιγμές φαινόσουν τόσο αδύναμος.
Ήσουν πράγματι τόσο αδύναμος ή απλά κενός – ποτέ δεν κατάλαβα.
Είσαι απέναντι. Για ακόμη μια φόρα, απέναντι και όχι δίπλα.
Ναρκοπέδιο η αγάπη, πόλεμος ο έρωτας.
Θυσία η στιγμή και καπνός το τέλος.
Σε κοιτάζω στα μάτια, ξανά όπως τότε. Δεν υπάρχει τίποτα που να μας ενώνει πια. Υπήρξε ποτέ πραγματικά, θα αναρωτηθώ κοιτάζοντάς σε να μπαίνεις στο αμάξι.
Τρέχω στα σκαλιά, ο πόλεμος τέλειωσε, η σάρκα μου κάηκε, δεν έχει μείνει τίποτα να σωθεί πια.
Τρέχω, η καρδιά μου πετάγεται και σ’ αγκαλιάζει, μείνε για λίγο, να ξεφύγω από το χαμό.
Στέκεις αμίλητος, κοιτάζεις στα μάτια την γυναίκα που σου δόθηκε ολόκληρη και εσύ της έδωσες μονάχα ένα ψήγμα της ύπαρξής σου: άραγε τόσο είχες να δώσεις ή απλά τόσος ήσουν;
Πόσο κρατάει ένας καφές: λίγο περισσότερο από τις περασμένες μας στιγμές, πολύ λιγότερο απ’ ότι αντέχεις.
Ξέρω ότι δεν θα σωθώ, έχω ήδη χαθεί και εσύ δεν λες λέξη.
Γιατί θέλει τόλμη να μένεις όταν δεν έχεις να κερδίσεις τίποτα.
Και εσύ έφυγες και μου τα πήρες όλα.