Της Μυρτώς Κατσούλη, πρώην συντάκτριάς μας
Δύο και μισή το βράδυ χτύπησε το τηλέφωνο της Λίλλης. Ξύπνησε σιχτιρίζοντας, καθώς είχε μόλις αποκοιμηθεί, σήκωσε απρόθυμα το κεφάλι από το γραφείο της και ξεκόλλησε την κολλημένη σελίδα του μαξιλαριού-βιβλίου από το μάγουλό της. Η ενοχλητική μελωδία του τηλεφώνου επέμενε. «Ποιος να ‘ναι τέτοια ώρα;», σκέφτηκε, τρίβοντας τα μάτια. Έπιασε το τηλέφωνο και -προς μεγάλη της έκπληξη- η οθόνη έγραφε «Παύλος». «Τι να θέλει άραγε;». Συνέχιζε να χτυπά με μανία σε σημείο που την έκανε να ανησυχεί, ώσπου τελικά δεν άντεξε και το σήκωσε.

-«ΝΑΙ;», είπε πιο δυνατά απ’ όσο περίμενε.
-«Λιλλάκι συγγνώμη που σε παίρνω τόσο αργά, αλλά μόλις γύρισα σπίτι από το πάρτι που είχα πάει και δεν ήξερα σε ποιον άλλον να μιλήσω και μου ‘χεις λείψει και δεν μπορώ άλλο να μη σε βλέπω…», είπε και άρχισε να κλαίει απεγνωσμένα.
Η Λίλλη τα ‘χασε, καθώς ποτέ δεν την είχε αποκαλέσει έτσι, ούτε της είχε ξαναπεί τέτοια γλυκόλογα, πόσο μάλλον δεν τον είχε ξανακούσει να κλαίει.
-«Μ’ ακούς;», της είπε με λυγμούς.
-«Παύλο, πήγαινε σπίτι να συνέλθεις, κάνε ένα ζεστό μπάνιο και θα μιλήσουμε αύριο», του απάντησε ήρεμα.
-«Εντάξει, εντάξει. Ξέρω ότι είναι αργά. Απλά ήθελα να στο πω για να το ξέρεις. Καληνύχτα Λιλλάκι», είπε και έκλεισε το τηλέφωνο.
Η Λίλλη σηκώθηκε πιασμένη από την καρέκλα και πήγε προς το κρεβάτι, μήπως κοιμηθεί επιτέλους σαν άνθρωπος. Αλλά πού τέτοια τύχη μετά από αυτό το ξαφνικό ξέσπασμα του φίλου της. Κάτι τέτοια απρόοπτα δεν της πολυάρεσαν.
Ο Παύλος ήταν ο παιδικός φίλος της Ελπίδας και τον είχε γνωρίσει τα τελευταία χρόνια, όταν ήρθε στο σχολείο τους στην Πρώτη Λυκείου. Στην αρχή δεν της τράβηξε το ενδιαφέρον, αλλά η Ελπίδα είχε όλη την καλή θέληση να τους τα κανονίσει. Διανοούμενη αυτή, διανοούμενος κι αυτός, πίστευε πως κάπου θα τα έβρισκαν. Και η αλήθεια είναι πως δεν χρειάστηκε και πολύ ψήσιμο για να τους πιάσει μια μέρα στην τουαλέτα να χαμουρεύονται. Κανείς από τους δύο δεν είχε ξανακάνει σχέση στη ζωή του, οπότε δεν άργησαν και πολύ να βρουν ο ένας τον άλλον. Ήταν κάτι σαν μια αμοιβαία ανάγκη, η οποία εξελίχθηκε σε ένα άνευ προηγουμένου ρομάνς.
Για τρία χρόνια όλα πήγαιναν καλά, μέχρι που ο Παύλος αποφοίτησε και η Λίλλη έπρεπε να αρχίσει το διάβασμα για τις Πανελλήνιες. Τους χώριζε μόνο ένας χρόνος, αλλά η ζωή του καθενός έγινε πολύ διαφορετική, μόλις ο Παύλος πέρασε στο πανεπιστήμιο. Εκείνος είχε πια το ελεύθερο να βγαίνει χωρίς περιορισμούς, να γνωρίσει κόσμο και να ασχοληθεί με οτιδήποτε τραβούσε η όρεξή του, ενώ η Λίλλη είχε ξεμείνει σε ένα αδιέξοδο και δεν μπορούσε να ελίσσεται με την ίδια ευκολία. Την αγαπούσε και τον αγαπούσε, αλλά μέσα στο άγχος και την πίεση των εξετάσεων, είχε δημιουργηθεί μία δικαιολογημένη ένταση μεταξύ τους. Ήταν λογικό η Λίλλη να τον ζηλεύει και πολλές φορές δημιουργούσε πρόβλημα χωρίς να υπάρχει. Ο Παύλος, όμως, έδειχνε κατανόηση και έκανε υπομονή. Προτιμούσε να λύνουν τα όποια θέματα με την αγαπημένη τους δραστηριότητα, να βλέπουν μαζί ταινίες εποχής. Έτσι επικοινωνούσαν, χωρίς πολλά-πολλά. Και ιδιαίτερα τώρα, στην περίοδο των εξετάσεων, η Λίλλη του είχε «απαγορεύσει» οποιαδήποτε μη επείγουσα επικοινωνία. Θα τα έλεγαν μετά, μια και καλή στη γιορτή της αποφοίτησης. Γι’ αυτό και ανησύχησε η Λίλλη που της μίλησε με αυτόν τον τρόπο από το πουθενά…
Δεν το φιλοσόφησε άλλο για να μην αποσπάσει την προσοχή της από τον στόχο της. Σιχαινόταν την ιδέα των εξετάσεων, αλλά δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά, γιατί ήθελε να μπει στη Νομική. Ονειρευόταν να γίνει δικηγόρος. Ήταν και φιλόδοξη, η άτιμη. Τον τελευταίο καιρό, όμως, την είχε πιάσει μια ανεξήγητη απελπισία, που την οδηγούσε σε κρίσεις πανικού. Παρόλο που διάβαζε όλη μέρα, δεν της έφτανε και συνέχιζε μέχρι να εξαντληθεί και να ξεραθεί πάνω στο γραφείο της. Δεν ήθελε να απογοητεύσει κανέναν, έλεγε. Και όσο κι αν η Ελπίδα προσπαθούσε να της ανεβάσει το ηθικό, εκείνη δεν έβαζε μυαλό. Όλοι πίστευαν σε αυτήν, αλλά μόνο εκείνη δεν πίστευε στον εαυτό της…
Με όλα αυτά στο κεφάλι της, η ώρα πέρασε τάχιστα, χωρίς να το καταλάβει. Σε μία ώρα έπρεπε να σηκωθεί, να ντυθεί, να πάει στο σχολείο και να δώσει το μάθημα. Αν και της έλειπε ύπνος, ήταν το τελευταίο πράγμα που την ένοιαζε. Ήταν τόσο αφοσιωμένη στη δουλειά της που θα θυσίαζε τα πάντα για να τα καταφέρει. Σηκώθηκε, λοιπόν, από το κρεβάτι, άνοιξε το παράθυρο, άναψε ένα τσιγάρο και περίμενε…
«Εύκολα πάλι», σκέφτηκε καθώς έβγαινε από την τάξη, ρίχνοντας μια κλεφτή ματιά στην Ελπίδα, προσπαθώντας να καταλάβει αν θα αργήσει ή όχι. Το Ελπιδάκι πάντα αργούσε λίγο -για τα δεδομένα της Λίλλης-, γιατί έγραφε κατεβατά. Έλεγε, μάλιστα, «το παραπάνω δεν βλάπτει!» και γέμιζε σελίδες και σελίδες. Πήγε κι έκατσε στο γνωστό πεζούλι και περίμενε τη φίλη της. Δεν πρόλαβε να ανάψει τσιγάρο, ώσπου έξαφνα είδε την Ελπίδα να τρέχει προς το μέρος της. Από μακριά δεν πολυκατάλαβε γιατί τέτοια μανία πρωινιάτικα, αλλά, όσο πλησίαζε, διέκρινε ένα τεράστιο χαμόγελο και μία λάμψη στα μάτια της.
-«Να ανησυχώ;», της είπε με έκπληξη στο βλέμμα.
-«Όχι, μωρή! Αμάν! Ούτε να χαρούμε δεν μπορούμε;», είπε η Ελπίδα ολίγον τι παραπονιάρικα με την αποδοκιμασία που μόλις είχε δεχθεί.
-«Για πες κυρία χαρούμενη!», είπε η Λίλλη, ανάβοντας το τσιγάρο.
-«Καταρχάς πιστεύω ότι έχω γράψει τέλεια, χωρίς να υπερβάλλω, και κατά δεύτερον σήμερα λέω να πω στον Τάσο να βγούμε, αφού με έπρηξε τις προάλλες», είπε και της έσκασε πάλι το χαμόγελο.
Η Λίλλη ξεφύσησε με ένα ελαφρύ γελάκι και την συνεχάρη με το γνωστό «Μπράβο κουκλάρα μου!». Αν και βαθιά μέσα της πίστευε πως όλη αυτή η ιστορία με το αμόρε της φίλης της δεν θα είχε ένα «και ζήσαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα» τέλος, την υποστήριζε και την συμβούλευε για κάθε της κίνηση. Την κορόιδευε αγαπησιάρικα που την έβλεπε να κάνει σαν παλαβή κάθε φορά που ήταν με αυτόν και ανυπομονούσε να της διηγείται –άκρως λεπτομερώς, φυσικά- τα πάντα. Ο Τάσος σαν Τάσος δεν της γέμιζε το μάτι, αλλά ποτέ δεν ξέρεις, μπορεί να αποδειχθεί «καλό κομμάτι» στην τελική. Την άφηνε, λοιπόν, να χαίρεται, και με τη χαρά της φίλης της χαιρότανε και αυτή.
-«Με πήρε ο Παύλος τηλέφωνο χτες», είπε η Λίλλη και κοίταξε το υπερπέραν.
-«Ο Παύλος;!», απόρησε η Ελπίδα. «Πώς κι έτσι;»
-«Δεν έχω ιδέα», απάντησε λίγο λυπημένα. «Δεν μου ακούστηκε πολύ καλά πάντως. Αν δεν σου είναι κόπος, ρώτα τον τι συμβαίνει. Δεν θέλω να αναστατωθώ, μέρες που ‘ναι».
Η Ελπίδα σηκώθηκε απότομα, σαν να ταράχτηκε λίγο.
-«Μην ανησυχείς», της είπε συμπονετικά και της έπιασε το χέρι. «Θα του μιλήσω εγώ», είπε να την καθησυχάσει.
Η Λίλλη την κοίταξε και ηρέμησε.
-«Λέω να φύγω να τον προλάβω!», είπε η Ελπίδα με έναν ενθουσιασμό, να φτιάξει λίγο τη διάθεση της φίλης της.
Η Λίλλη γέλασε.
-«Άντε, τρελό μου. Πήγαινε και θα τα πούμε τα δυο μας», της είπε και της έκλεισε το μάτι.
-«Αχ να ξεμπερδέψουμε και τί στον κόσμο..», είπε η Ελπίδα, την αγκάλιασε και έφυγε με βήμα χαρωπό, αλλά όχι τόσο χαρωπό που να την προδώσει.
Η Λίλλη πήρε την τελευταία ρουφηξιά από το τσιγάρο της και το έσβησε δίπλα της. Για ένα λεπτό έκατσε εκεί χωρίς να σκέφτεται. Ήταν σωματικά και πνευματικά εξαντλημένη. Χρειαζόταν μερικές στιγμές χαλάρωσης και ξεγνοιασιάς και το κρύο πεζούλι του σχολείου ήταν το μόνο μέρος που δεν την έπνιγε. Σε λίγο θα χτύπαγε το κουδούνι και θα σήμανε ότι έπρεπε να επιστρέψει σπίτι και να αγγίξει για τελευταία φορά τα βιβλία της. Για αυτό, έκατσε εκεί και απόλαυσε την ησυχία, για όσο κρατούσε…