Της Μυρτώς Κατσούλη, πρώην συντάκτριάς μας
«Τώρα το “χρημα” θέλει οξεία ή περισπωμένη;» Η Ελπίδα πήρε μια βαθιά ανάσα και κοίταξε το γραπτό της. Είχε ήδη αυτοσχεδιάσει αρκετά και δεν ήθελε να ρισκάρει άλλο. Μόνο τρία κεφάλαια δεν είχε περάσει στην τελική της επανάληψη και -για κακή της τύχη- δύο από αυτά έπεσαν στο διαγώνισμα. «Και διαγώνισμα όχι ό,τι κι ό,τι, αλλά αυτό που κρίνει το μέλλον το δικό της». «Ουφ!», ξεφύσησε. Έπρεπε να συγκεντρωθεί. Άγχος δεν είχε, ούτε την ένοιαζε ιδιαίτερα να διαπρέψει. Το θεωρούσε όμως κρίμα κι άδικο να χαραμίσει τόση προσπάθεια και κόπο για οποιαδήποτε απροσεξία. Κι όσο κι αν προσπαθούσε να προσηλωθεί στο αρχαίο κείμενο, το μυαλό της την πήγαινε αλλού. Δεν τη συνέπαιρνε πια η μαγεία και η λιτότητα του αρχαίου λόγου. Ή, μάλλον, την ενοχλούσε που, κάτι που κάποτε αγαπούσε πολύ, είχε γίνει τώρα μια επιβεβλημένη, τυπική διαδικασία…
Έριξε μια τελευταία ματιά στις ουρανοκατέβατες ιδέες της και παρέδωσε το γραπτό με σιγουριά. Πάντα είχε αυτοπεποίθηση σε αυτά που έγραφε, καθώς της άρεσε να προσθέτει τις δικές της πινελιές, κι ας μην ήτανε πάντοτε σωστές. Ποσώς την ενδιέφερε. Την απασχολούσε απλά να δείξει ότι σκέφτεται, ότι έχει και εκείνη άποψη και δεν επαναπαύεται στην έτοιμη γνώση. Ποτέ, εξάλλου, δεν ήταν αδιάβαστη… απρόσεκτη και επιπόλαιη, μερικές φορές, ίσως, κάτι που συχνά δεν την έβγαζε πουθενά. Τώρα, όμως, ήταν διαφορετικά. Δεν είχε περιθώρια για δημιουργία και έμπνευση. Έπρεπε να ακολουθήσει τους κανόνες.
Βγήκε από την τάξη με πηγμένο κεφάλι και πήγε να βρει τη φίλη της τη Λίλλη που είχε τελειώσει αρκετά νωρίτερα. Γνωστή διανοούμενη και βιβλιοφάγος, ο Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης τής φαίνονταν παιχνιδάκι. Από τη Δευτέρα Γυμνασίου είχε διαβάσει όλη την Πολιτεία, είχε μάθει απ’ έξω Θουκυδίδη και είχε στην κατοχή της άπειρες ποιητικές συλλογές Στον ελεύθερό της χρόνο απολάμβανε θεατρικές παραστάσεις, τόσες πολλές που οι παράγοντες τη φώναζαν, πια, με το μικρό. Έκανε τόσα πράγματα και η Ελπίδα αναρωτιόταν πώς στο καλό τα προλαβαίνει όλα. Την αγαπούσε, όμως, πολύ τη Λίλλη και δεν ήθελε να φανταστεί τη ζωή της χωρίς εκείνη.
H Eλπίδα την είδε από μακριά να καπνίζει -κλασικά- στο πεζούλι δίπλα στις μπασκέτες και να την περιμένει να μην μιλήσουν για τις εξετάσεις. Έτσι ήταν η Λίλλη. Δεν ήθελε να συζητάει αμέσως μετά τα διαγωνίσματα, γιατί αγχωνόταν. Το ήξερε πολύ καλά αυτό η Ελπίδα, αλλά, παρ’ όλ’ αυτά πήγε κι έκατσε πλάι της με λαχτάρα και τη ρώτησε για τα θέματα. Πίστευε θα έκανε μία εξαίρεση λόγω των περιστάσεων…
-Πώς να μου φάνηκαν κουκλάρα μου; Έτσι της άρεσε να την φωνάζει. «Αφού τα ‘χουμε ξαναπεί! Οι Πανελλήνιες καίνε τον εγκέφαλο! Δεν μας θέλουν να σκεφτόμαστε. Μόνο να εκτελούμε…», είπε συγχυσμένη και πήρε μια τζούρα από το τσιγάρο της.
-Έλα, ρε, ηρέμησε. Αφού θα έχεις σκίσει, τι γκρινιάζεις; είπε η Ελπίδα. «Άλλα δύο έμειναν και φάκινγκ επιτέλους φρίντομ!», της χαμογέλασε.
Η Λίλλη την κοίταξε, ήρεμα τώρα, και της χάιδεψε την πλάτη. «Πρέπει να πάω σπίτι να συνεχίσω. Θα τα πούμε μεθαύριο, έτσι;»
-Δυστυχώς…, είπε η Ελπίδα χαριτολογώντας, φυσικά.
-Έγινε κουκλάρα!, τη φίλησε στο μέτωπο, έσβησε το τσιγάρο, σηκώθηκε και έφυγε.
Μόνη τώρα η Ελπίδα αφέθηκε πάλι στις σκέψεις της. Της έλειπε η φίλη της. Με τόσο διάβασμα και υποχρεώσεις είχαν καιρό να τα πουν σαν άνθρωποι. Όχι ότι γινόταν και τίποτα σπουδαίο στις ζωές τους, αλλά, πάντα, όταν ήταν μαζί, λέγανε για τα καλοκαιρινά τους σχέδια και τη ζωή που τους περιμένει μετά από το μαρτύριο. Πόσο ωραία θα είναι στη Σίφνο που θα πάνε επιτέλους μόνες τους, μετά από δύο χρόνια παρακαλετού: «Έλα, βρε μαμά! Είμαστε μεγάλες και υπεύθυνες! Γιατί δεν μας αφήνετε να πάμε; Σπίτι-παραλία και παραλία-σπίτι θα ‘μαστε! Δεν θα ξεσαλώσουμε! Θα προσέχουμε!». Η κυρία Παναγιώτα, όμως, δεν λύγιζε: «Και πού ξέρω τι ώρα θα γυρίζετε; Με ποιους θα κάνετε παρέα; Τι θα τρώτε και τι θα πίνετε;…» και άλλα τέτοια μαμαδίστικα. Τώρα, όμως, ενήλικες σχεδόν είχαν επιτέλους το ελεύθερο και ανυπομονούσαν για τις διακοπές τους σαν τίποτα άλλο στον κόσμο…
-Ε! Σου μιλάω! Δεν μ’ ακούς; μία φωνή της διέκοψε τον ειρμό.
Η Ελπίδα γύρισε απότομα το κεφάλι και είδε τον Τάσο να την κοιτάζει με ένα μπερδεμένο βλέμμα.
-Έλα! Τι έγινε; του είπε.
-Καλά δεν με προσέχεις τόση ώρα;! της απάντησε με την απορία του να μεγαλώνει.
Η Ελπίδα δεν αντέδρασε κι συνέχισε να τον κοιτάζει σαν χάνος, όπως, άλλωστε, συνήθιζε να τον κοιτάζει.
-Πάλι στον κόσμο σου, ε; Της είπε τώρα με το πιο γλυκό χαμόγελο.
Γέλασε η Ελπίδα γνέφοντας με το γνωστό της «Άστα να πάνε…».
-Δεν θα το πιστέψεις! Της είπε και έλαμψαν τα μάτια του. «Το τελευταίο θέμα, τελικά, δεν ήταν στην ύλη, οπότε θα μας το πάρουνε σωστό σε όλους!»
-Έλα, ρε! Αλήθεια; Τώρα θα κοιμηθώ ήσυχη!, του είπε λίγο απότομα και κοίταξε αλλού, σαν να μην την ένοιαζε που της μιλούσε.
-Αφού σε ξέρω ρε συ, της είπε και της έδωσε μία σπρωξίτσα. «Μπορεί να μην το κάνεις για τον βαθμό, αλλά -κατά πολύ βάθος- θες να τα πας καλά», της είπε καθησυχαστικά.
Η Ελπίδα γύρισε το κεφάλι, τον κοίταξε και μειδίασε.
-Τέλος πάντων, έλεγα να πάω για κάνα καφεδάκι με τον Δήμο και τη Θάλεια. Ενδιαφέρεσαι;
-Όχι σήμερα, Τάσο. Έχω να τελειώσω την Ιστορία. Ειλικρινά θα προτιμούσα χίλιους καφέδες τώρα, αλλά ξέρεις πώς έχει το πράμα, απάντησε λίγο μελαγχολικά.
-Χμ, καλά. Άλλη φορά τότε, είπε λίγο πειραγμένα και σηκώθηκε να φύγει. -Πάμε τουλάχιστον μαζί μέχρι την έξοδο;
-Άντε, θα σου κάνω τη χάρη, τον πείραξε.
Αμέσως άρχισαν να περπατάνε μαζί και έπιασαν την κουβέντα: «Λοιπόν, πώς ήταν η μέρα σου;…..»
Με το που φτάσανε στο σημείο αποχαιρετισμού κοιτάχτηκαν αμήχανα για λίγα δευτερόλεπτα. Ο Τάσος έβαλε το χέρι πίσω από τον λαιμό του και, χαμογελώντας πάλι, είπε «Χρωστάς καφέ» και της έκλεισε το μάτι συνωμοτικά.
-Άντε τα λέμε μπιγκ μπόι! Τον πείραξε ξανά η Ελπίδα κι έκανε να φύγει.
Ο Τάσος, όμως, τη σταμάτησε πιάνοντάς την από το μπράτσο. Έσκυψε και της ψιθύρισε γλυκά στο αυτί «Δεν γλιτώνεις την άλλη φορά!».
Η Ελπίδα ανατρίχιασε ολόκληρη, αλλά συγκρατήθηκε και το ‘κρυψε, όπως συνήθιζε να κάνει. Τον αποχαιρέτισε με έναν αστείο μορφασμό και συνέχισε τον δρόμο της προς το σπίτι.
Τον Τάσο τον γνώριζε από το Γυμνάσιο, αλλά παρέα-παρέα άρχισαν να κάνουν από τη Δευτέρα Λυκείου. Η αλήθεια είναι πως κάθε φορά που την καλούσε για καφέ ή για οποιαδήποτε άλλη έξοδο, είτε οι δυο τους είτε με άλλους, πάντα ήταν απασχολημένη. Προς Θεού, δεν τον απέφευγε. Αντιθέτως. Τον εκτιμούσε περισσότερο από κάθε άλλον σε αυτό το μπουρδέλο που ονόμαζαν «σχολείο». Αλλά για -κακή της τύχη- είχε συνεχώς κάτι άλλο να κάνει. Μία το διάβασμα, μία οι δουλειές του σπιτιού, μία το μπέιμπι σίτινγκ στον μικρό της αδερφό Χρήστο… Σχεδόν ποτέ χρόνος για εκείνη. Γνώριζε όμως ο Τάσος για τη ζωή της φίλης του και δεν την παρεξηγούσε. Της έδινε τον χώρο της. Δεν ξεπερνούσε τα όρια.
Όταν έφτασε σπίτι, πέταξε τα παπούτσια και την τσάντα της στο δωμάτιό της κι έκατσε λίγο στον καναπέ να ξελαμπικάρει και -κυρίως- να συνέλθει από το ξαφνικό αυτό τετ α τετ με το αμόρε. Δεν ήθελε να πάρει τηλέφωνο τη Λίλλη να της αφηγηθεί λεπτομερώς τη μικρή της περιπέτεια, γιατί ήξερε ότι έχει ήδη πέσει με τα μούτρα στο διάβασμα. Έκατσε, λοιπόν, στον καναπέ και άρχισε να χτυπάει το κεφάλι της.
-Γιατί; Γιατί σε μένα; Αρχισε να μονολογεί. «Γιατί το κάνω αυτό; Γιατί πάντα καταφέρνω να τους απωθώ με τον χειρότερο τρόπο;». Δεν είχε, όμως, απελπιστεί. Είχε αρκετή υπομονή και κότσια. Η πίεση και η κούραση, απλώς, την είχαν καταβάλει και τη δεδομένη στιγμή δεν μπορούσε να σκεφτεί καθαρά.
Μετά από λίγο, σηκώθηκε και πήγε στο μπάνιο να ρίξει λίγο νερό στο πρόσωπό της για να ξυπνήσει και έσπευσε προς τη γωνίτσα της να κάνει τη ριμάδα την επανάληψη. Έπρεπε κάπως να τα ξεχάσει όλα αυτά και με το διάβασμα κάπως θα το ‘σωζε.