Ένα πουλί στη λάβα
Φωτόσπαθα τα άστρα των ματιών σου και είμαι πάλι φτωχός ο καημός
Μιλάνε κάτι ψιλολόγια τα παιδιά του ανέμου και ο χρόνος μπουσουλάει ανάμεσα στης σχισμής των φρυδιών σου το νερό
Ροδόφυλλα πεταμένα τα αίματα του έρωτα, πικρές αμφιβολίες και τσιμπήματα καλοκαιριού στης ψυχής τα ακροδάκτυλα
Πονάει το κορμί, μια πεταμένη και παραγκωνισμένη στάχτη από σκέψεις
Μια ατέλειωτη κλάψα με μίζερη φωνή ζαλίζει την πλάση του πόθου και τρέμει μέσα στα φιλιά ξένων τσιγάρων
Πόλεις, χώρες και ήπειροι και εγώ ακόμα ένα πάνινο καράβι, του νότου όνειρο πλαστό ταξιδεύω ανάμεσα στα χείλια σου
Υγρά και θελκτικά κάτι μου ψιθυρίζουν και εγώ τρέχω πάνω σε βουνά και λόγκους του παλμού σου προσπαθώντας να ερμηνεύσω την κρίση της μοίρας λίγα λεπτά πριν κόψει το νήμα της ζωής μου
Πέρασε η ώρα μικρό μου μωρό και η κούνια σου πάλι τρεκλίζει πως γέρασε
Μα δεν μου μένει επιλογή. Θα φαγωθώ ανάμεσα στις λυσσασμένες λέξεις σου.
Δανδής και μεγαλειώδης, διθύραμβος κάποιας Σαπφούς πλάθει αγγίγματα του νου, μα η θάλασσα και απόψε είναι θηρίο με πόδια κόρης του Ποσειδώνα
Μα απόψε μέχρι και ο Οδυσσέας πέθανε και ο Ηρακλής αυτοκτόνησε, η Πόλη κάηκε και η λάβα της μακάβριας ήττας μου τίκτει μήτρες νεκρών ονείρων που δεν άγγιξα ποτέ μου.
Κοιμήσου απόψε στη φωτιά των καημένων πόθων, των τραγουδιών, μεταμεσονύκτιων ποδοπατημάτων πάνω σε λευκά μάτια, πόνου παιδιά
Η σκηνή δέχθηκε το θέατρο και η μάσκα παραιτήθηκε στο χειροκρότημα.
Τι μένει, τι απομένει και τι παραμένει σε αθάνατες πληγές, πνεύματα χωρίς στίξη, ξεζουμισμένα στους χρησμούς πλανόδιων απεσταλμένων του Ερμή;
Κάπου έχασα τον προσανατολισμό μου και παράπεσα στα αποκαΐδια μαγεμένων κλαδιών, είμαι ένα πουλί που έπεσε στη λάβα, ένα ανόητο πουλί μεθυσμένο στα σχοινιά του αλκοόλ που τρέχει απ’τα χείλια σου
Ας είναι. Το ξημέρωμα κοντοζυγώνει να σε ταΐσει λίγο από του κορμιού της ζεστασιά και ας λιγοθυμώ ανάμεσα στου καρπού σου τις χορδές, φλογίτσες που λάτρεψα στα σκοτάδια των μαύρων τοίχων ενός απογεύματος με πικρό δειλινό.
Ύμνος
Βοήθεια! Φωνάζω Βοήθεια! Μα κανείς; Κανένας;
Και να σου εμπρός σου αυτός ο Έρως. Αυτός ο όμορφος θεός που από λόγια δεν γνωρίζει! Ξέρει να δρα χωρίς να μιλά και χιόνια, ήλιους και καρδιές όλα ένα τα κάνει μέσα στο καζάνι του. Μπορεί αυτός να είναι τελικά ο Διάβολος! Άλλο όνομα δεν θα έχει! Μια ανακατωσούρα συναισθημάτων και ορέξεων. Ένα έλεος και μια παύση, αναζήτηση βαριά και ακόμα είμαι κατάκοπος. Είμαι ακόμα ένα πιόνι, μια αβυσσαλέα ψυχή, ένας κάμπος από λουλούδια μαραμένα.
Έρως έρως και πάλι έρωτα θεέ και παντοδύναμε. Εσύ που όλα τα γνωρίζεις και όλα τα μελετάς προτού με τα βέλη σου μας χτυπήσεις, δεν κυοφορείς μια συμπόνια; Και χτύποι της θάλασσας επάνω στο κορμί μου. Α! Μα τι λέω! Το παιχνίδι το έχω χάσει προ πολλού! Μόνος μου κυκλοφορώ ρακένδυτος και μοναχικός ταξιδιώτης, μια τρύπα μέσα στο νερό, ένας μισοτελειωμένος ύμνος των νεκρών.
Που σε αγάπησα πολύ με μαραίνει. Που σε πονώ πολύ με τρυπά. Μια λακκούβα ο τάφος και η τάφρος μια σκυλίσια υπομονή που εξόκειλε και πάει και χάνεται. Ρίξε λίγο από το νερό σου επάνω στο κορμί μου να πλυθώ την αξιοπρέπειά σου, το μεγαλείο σου και την ομορφιά σου ω μεγάλε Έρωτα! Εσύ θεέ με τα χίλια πρόσωπα και τις μηδαμινές ελπίδες. Μοιάζει με σκύλευση το πώς αρπάζεις και διαλύεις τα ρούχα της ψυχής μου. Με ένα μικρό βοτσαλάκι ασήμαντο που ούτε καν το μάτι σου δεν το πιάνει.
Και από τους τόσους ω Θεέ εσύ εμένα επέλεξες; Μα τι ρωτάω! Μου απαντάω πάλι και ψάχνω, ψάχνω να βρω μια φωτίτσα να αγκαλιάσει το μίζερο κορμί μου και τον ιδρώτα μου να ψύξει. Και είναι τα δυο σου μάτια δυο φωτιές, μια λάβα, μια φλόγα και τρέμω το γυμνό μου σώμα εμπρός στα υπερφυσικά ωραία κάλλη σου! Εγώ, ένας ανήμπορος και μόνος, κατατρεγμένο σκυλί, κακοφτιαγμένο πλάσμα. Πες μου Έρωτα, Έρως πόνος και υγρός καημός.
Και αυτή η νύχτα σου, η γυναίκα και η μητριά σου, μια κακιά θεόρατη τούμπα από αστέρια που όλο γυρνάει γύρω από τον πλανήτη μου και μου κομματιάζει την μάταιη θλίψη μου. Πες στη γυναίκα πλάι σου να μην βαυκαλίζει! Μου πήραν τα αυτιά οι συμπόνιες της και τα παιχνίδια των ματιών της. Και πιάνει με τα χέρια της, τα ματωμένα σκέλια της, ένα βρόγχο στο λαιμό να μου τον βάλει, να με καταβάλει.
Βυσσοδομεί λυσσασμένα η άτιμη η φλόγα σου, ο πόθος και το πάθος του σώματός σου. Άνθρωπε ένας στρατιώτης είσαι εμπρός στη δύναμη του Θεού! Ένα σκουλικάκι που άσκοπα γυροφέρνει να βρει μια φωλιά. Κεραυνοί τα μάτια σου ω Θεέ Έρωτα και η καρδιά σου απαιτεί γονυπετής να έρθω να τη βρω. Μα εγώ είμαι μωρό ακόμα. Ένα στήθος θέλω να γαλουχώ το αίμα που το κοπανά.
Θαλερός ο αέρας σου Έρωτα. Μήπως ξεκίνησε μια νέα μέρα για εμένα;
Γεια χαρά! Είμαι η Σοφία Σιμέλα και είμαι φοιτήτρια στο Τμήμα της Κλασσικής Φιλολογίας στο ΕΚΠΑ. Εξειδικεύομαι στον τομέα της ΜΝΕΦ, πράγμα που ήταν μονόδρομος, εάν αναλογιστώ την τεραστίων διαστάσεων αγάπη μου για τη Λογοτεχνία! Λατρεύω να διαβάζω
κοινωνικά βιβλία στο μπαλκόνι μου παρέα με ένα γεμάτο ποτήρι με κρύο τσάι ροδάκινο και να απολαμβάνω τον ήλιο. Μεγάλες μου αγάπες είναι το σκάκι, η συγγραφή βιβλίων, η αρθρογραφία, η θάλασσα, ο εθελοντισμός και… το γέλιο! Πιστεύω με όλη μου την καρδιά
στην μεγάλη νίκη του γέλιου έναντι του φόβου και στην αξία του εθελοντισμού ως τρόπου κοινωνικής συνείδησης και βελτίωσης του κόσμου εν γένει!