Θεσμική ή ευκαιριακή ρύθμιση;

Θεσμική ή ευκαιριακή ρύθμιση;

Του Στέφανου Φραγκόπουλου, εξωτερικού μας συνεργάτη και πτυχιούχου από το Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης (ΕΚΠΑ)

Το ζήτημα που κυριάρχησε στον δημόσιο διάλογο το τελευταίο διάστημα ήταν εκείνο των παρακολουθήσεων πολιτικών και στρατιωτικών από την ΕΥΠ. Η βαρύτητα του ζητήματος ήταν τέτοια που οδήγησε την αξιωματική αντιπολίτευση να καταθέσει πρόταση δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης στη Βουλή, η οποία απερρίφθη. Με την υπόθεση να θεωρείται πλέον λήξασα για την τρέχουσα κοινοβουλευτική περίοδο, το ενδιαφέρον στρέφεται πλέον στη συζήτηση και ψήφιση της τροπολογίας για τον αποκλεισμό του κόμματος Κασιδιάρη από τις επερχόμενες εκλογές. Η σχετική τροπολογία φιλοδοξεί αφενός να αντιμετωπίσει την ακμάζουσα άνοδο του κόμματος στις πρόσφατες δημοσκοπήσεις και αφετέρου να επιφέρει ακόμη ένα πλήγμα (μετά την ποινική αλλά και την πολιτική καταδίκη στις εκλογές του 2019) στο νοσηρό φαινόμενο του νεοναζισμού που ταλανίζει την κοινωνία μας την τελευταία δεκαετία. Κρίσιμο ερώτημα που ανακύπτει με την εν λόγω ρύθμιση είναι αν έχει ευκαιριακό ή μόνιμο-θεσμικό χαρακτήρα, καθώς ο τρόπος με τον οποίον νομοθετούν οι κυβερνήσεις -ειδικά επί τόσο σημαντικών ζητημάτων- αναδεικνύει την ποιότητα της νομοθετικής λειτουργίας, της λειτουργίας του πολιτεύματος και σε τελική ανάλυση της ίδιας της Δημοκρατίας.

Αρχικά είναι ανάγκη να γίνει μια σύντομη ανασκόπηση του υφιστάμενου θεσμικού πλαισίου, με έμφαση στο Σύνταγμα. Το Σύνταγμα του 1975 ήταν εκείνο που για πρώτη φορά αναγνώρισε στα πολιτικά κόμματα σημαίνοντα ρόλο εντός του κοινοβουλευτικού συστήματος, προβαίνει δε σε ειδική ρύθμιση στο άρθρο 29, αναγνωρίζοντας το δικαίωμα των Ελλήνων πολιτών να ιδρύουν και να συμμετέχουν ελεύθερα σε πολιτικά κόμματα (δικαίωμα πολιτικής συσσωμάτωσης). Το δικαίωμα αυτό αποτελεί ειδικότερη εκδήλωση του δικαιώματος του συνεταιρίζεσθαι, που κατοχυρώνεται στο άρθρο 12 του Συντάγματος. Φορείς του δικαιώματος είναι οι Έλληνες πολίτες που έχουν το εκλογικό δικαίωμα, το οποίο δεν στερούνται παρά μόνο αν δεν έχουν συμπληρώσει τα 17 έτη, αν είναι δικαιοπρακτικά ανίκανοι ή έχουν καταδικαστεί αμετάκλητα για ορισμένα εγκλήματα (άρθρο 51 παρ. 3 Σ).

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η πρόβλεψη του άρθρου 29 ότι η οργάνωση και η δράση των πολιτικών κομμάτων πρέπει να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος. Η ρύθμιση αυτή αποκαλείται και “δημοκρατική ρήτρα”, και επικρατεί αμφισβήτηση αν επιτρέπει στον κοινό νομοθέτη να προβεί σε διάλυση κόμματος ή απαγόρευση καθόδου του στις εκλογές. Κατά την κρατούσα στην επιστήμη άποψη, το Σύνταγμα δεν αφήνει περιθώρια για απαγόρευση κόμματος, καθώς δεν προβλέπει όργανο το οποίο θα αποφάσιζε την απαγόρευση, τη διαδικασία, τα κριτήρια βάσει των οποίων θα απαγορευόταν το κόμμα και τι δικαστική προστασία θα είχαν οι θιγόμενοι. Υπήρχε σχετική πρόβλεψη στο κυβερνητικό σχέδιο Συντάγματος του 1975, αλλά η πρόταση αποσύρθηκε μετά τις έντονες αντιδράσεις σύσσωμης της αντιπολίτευσης. Ωστόσο, κατ’ άλλη ερμηνευτική εκδοχή, στη δημοκρατική ρήτρα πρέπει να αποδοθεί κανονιστικό νόημα, όχι απλώς παιδαγωγικό ή πολιτικό, με συνέπεια ο νομοθέτης να μπορεί να προβεί σε σχετική ρύθμιση, σεβόμενος πάντοτε την αρχή της αναλογικότητας. Υπέρ αυτής της άποψης συνηγορεί και η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, σύμφωνα με την οποία δεν είναι αντίθετη προς το άρθρο 29 η θέσπιση αρνητικών προϋποθέσεων που κωλύουν την κρατική χρηματοδότηση κόμματος και για ουσιαστικούς λόγους, που συναρτώνται με την γενικότερη παρουσία και δράση του στον δημόσιο βίο (ΣτΕ Ολ. 518/2015, με αφορμή τον ν. 4203/2013 που προβλέπει τη δυνατότητα αναστολής της κρατικής χρηματοδότησης, αν ασκηθεί δίωξη και επιβληθεί προσωρινή κράτηση σε αρχηγό ή ορισμένο αριθμό μελών κόμματος με τις κατηγορίες της εγκληματικής οργάνωσης ή των τρομοκρατικών πράξεων). Από τη στιγμή που η δημοκρατική ρήτρα του άρθρου 29 αποκτά κανονιστική αυτονομία στην περίπτωση της κρατικής χρηματοδότησης, γιατί να μην ισχύει και το ίδιο για την ύπαρξη και τη λειτουργία του κόμματος;

Η προτεινόμενη τροπολογία της κυβέρνησης θέτει 3 προϋποθέσεις για την κατάρτιση συνδυασμού: α) να έχει ιδρυθεί νόμιμα, β) ο πρόεδρος, ο γενικός γραμματέας, τα μέλη της διοικούσας επιτροπής, ο νόμιμος εκπρόσωπος και η πραγματική ηγεσία του κόμματος να μην έχουν καταδικασθεί σε οποιονδήποτε βαθμό σε κάθειρξη για ορισμένα αδικήματα (συμπεριλαμβανομένης της εγκληματικής οργάνωσης) και γ) η οργάνωση και η δράση του κόμματος να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος. Το πρώτο στοιχείο είναι καθαρά διαδικαστικό, περιλαμβάνει το καταστατικό του κόμματος και την ιδρυτική δήλωση στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου ότι η οργάνωση και η δράση του εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του πολιτεύματος. Ως προς το τρίτο στοιχείο σχετικός είναι ο προβληματισμός που αναπτύχθηκε ανωτέρω ως προς την κανονιστική ή μη ισχύ της δημοκρατικής ρήτρας. Ανησυχίες διατυπώνονται και αμφιβολίες εγείρονται για την δεύτερη προϋπόθεση, και πιο συγκεκριμένα για το νόημα της “πραγματικής ηγεσίας του κόμματος”. Ωστόσο, κάθε άλλο παρά ρευστά είναι τα κριτήρια. Ο νόμος ορίζει με σαφήνεια ότι πραγματική ηγεσία είναι το πρόσωπο που ενώ δεν κατέχει τυπικά ηγετική θέση, με συγκεκριμένες πράξεις του εμφανίζεται είτε να ασκεί διοίκηση του κόμματος είτε να έχει τοποθετήσει εικονική ηγεσία είτε να έχει τον ηγετικό πολιτικό ρόλο προς το εκλογικό σώμα. Η συνδρομή των προϋποθέσεων αυτών θα κρίνεται κατά περίπτωση, βάσει συγκεκριμένων αποδεικτικών στοιχείων και με εμπεριστατωμένη-αιτιολογημένη δικαστική απόφαση.

Το “προβληματικό” στοιχείο της ρύθμισης είναι η πρόβλεψη περί απλώς οριστικής καταδικαστικής απόφασης, ενώ το Σύνταγμα ορίζει ρητά στο άρθρο 51 παρ. 3 ότι ο νόμος δεν μπορεί να περιορίσει το εκλογικό δικαίωμα, παρά μόνο αν ένας πολίτης έχει καταδικασθεί αμετάκλητα για ορισμένο έγκλημα. Η τροπολογία στο σημείο αυτό έρχεται σε ευθεία αντίθεση με το συνταγματικό κείμενο. Βέβαια, μπορεί να διατυπωθεί ένας εύλογος αντίλογος, ότι δηλαδή δεν θίγεται το δικαίωμα ψήφου αυτό καθαυτό ούτε καν το δικαίωμα του εκλέγεσθαι, υποβολής δηλαδή υποψηφιότητας στις βουλευτικές εκλογές. Απαγορεύεται απλώς η ανάληψη ηγετικής θέσης ή η άσκηση της πραγματικής ηγεσίας του κόμματος. Τίθεται το ερώτημα αν το δικαίωμα του εκλέγεσθαι περιλαμβάνει και το δικαίωμα να είναι κανείς αρχηγός κόμματος. Τα όρια είναι πολύ λεπτά. Μπορεί η οριστική καταδικαστική απόφαση να ανταποκρίνεται στην κοινωνικοηθική απαξία και στο κοινό περί δικαίου αίσθημα (ειδικά ως προς την περίπτωση Κασιδιάρη), ωστόσο μόνο η αμετάκλητη είναι εκείνη που εξασφαλίζει ασφάλεια δικαίου, εξαντλεί τις εγγυήσεις ενός σύγχρονου κράτους δικαίου και δίνει οριστική απάντηση στο ερώτημα αν υπήρξαν νομικά ή ουσιαστικά σφάλματα των προηγούμενων αποφάσεων.

Η ουσία της τροπολογίας είναι σωστή, θεμιτή και συνταγματικά ορθή. Αποσκοπεί στην παρεμπόδιση εγκληματικών οργανώσεων να εισέρχονται στη Βουλή χρησιμοποιώντας το ένδυμα πολιτικού κόμματος και να απολαμβάνουν όλα τα προνόμια της κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης. Η σχετική κρίση γίνεται από τη δικαστική αρχή, ειδικότερα από το Α’ Τμήμα του Αρείου Πάγου, βάσει προηγούμενης καταδίκης για αδικήματα που προβλέπονται ευθέως στον νόμο και όχι βάσει φρονήματος ή προγραμματικών θέσεων του κόμματος, κάτι που υπό την ισχύουσα συνταγματική τάξη θα ήταν ανεπίτρεπτο πέραν πάσης αμφιβολίας. Ζητήματα φαίνεται να ανακύπτουν ως προς τη διαδικασία, ειδικότερα ως προς την ασφυκτική προθεσμία εντός της οποίας η δικαστική αρχή πρέπει να προβεί στη σχετική κρίση, καθώς επίσης και ως προς την προστασία των εκάστοτε θιγόμενων (μην λησμονούμε το θεμελιώδες δικαίωμα στην παροχή δικαστικής προστασίας του άρθρου 20 του Συντάγματος).

Σε ό τι αφορά τη στάση που θα κρατήσουν τα κόμματα στη Βουλή έχουμε να επισημάνουμε τα ακόλουθα: το ΚΚΕ και το ΜέΡΑ25 έχουν προαναγγείλει ότι θα καταψηφίσουν τη ρύθμιση, επικαλούμενα τον φόβο τους ότι ο νόμος μπορεί να εφαρμοστεί και σε αριστερά κόμματα στο μέλλον. Οι ανησυχίες τους είναι προσχηματικές, καθώς ο νόμος δεν κρίνει ιδεολογίες, αλλά άδικες πράξεις. Ο ΣΥΡΙΖΑ επίσης δείχνει να είναι αρνητικός και ενστερνίζεται την άποψη που υιοθετούν και τα άλλα δύο κόμματα, σύμφωνα με την οποία ο νόμος πρέπει να απαγορεύει ρητά σε νεοναζιστικά μόνο κόμματα να συμμετέχουν στις εκλογές. Όμως, η θέση αυτή πέρα από αντισυνταγματική οδηγεί και στο εξής παράδοξο: δεδομένου ότι ο ναζισμός αποτελεί μία ολοκληρωτική ιδεολογία, αν η πραγματική πρόθεση όλων είναι να μπορεί να προστατεύεται η Δημοκρατία από τους εχθρούς της, τότε θα έπρεπε με βάση αυτή τη λογική να απαγορευτεί η κάθοδος και σε φασιστικά και σε κομμουνιστικά κόμματα, καθώς αποτελούν όψεις του ίδιου φαινομένου, του ολοκληρωτισμού. Άλλωστε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχει υιοθετήσει ψήφισμα[1] που καταδικάζει τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και τις παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων από τον ναζισμό και τον κομμουνισμό (το ψήφισμα εγκρίθηκε από το σύνολο του λεγόμενου “δημοκρατικού τόξου”: συντηρητικούς, φιλελεύθερους, σοσιαλδημοκράτες, πράσινους και το λαϊκό κόμμα). Η λογική της αξιωματικής αντιπολίτευσης μπορεί να οδηγήσει σε επικίνδυνα μονοπάτια, ειδικά αν αναλογιστούμε το ιστορικό παρελθόν της χώρας μας. Οι σχετικές διαφωνίες λύθηκαν με την υιοθέτηση του Συντάγματος το 1975.

Η κυβέρνηση επέλεξε να κινηθεί θεσμικά ως προς το ζήτημα. Εισάγει προς ψήφιση μία διάταξη που προστατεύει το πολίτευμα από εκείνους που το επιβουλεύονται και φιλοδοξούν να χρησιμοποιούν τα μέσα που τους παρέχει εναντίον του. Οι εγκληματικές οργανώσεις δεν πρέπει να έχουν θέση σε μία σύγχρονη κοινοβουλευτική δημοκρατία, πόσο μάλλον να έχουν πρόσβαση στα θεσμικά κέντρα λήψης αποφάσεων. Οι αιτιάσεις ότι πίσω από την σχετική πρωτοβουλία κρύβονται κομματικοί και ψηφοθηρικοί λόγοι δεν έχουν βάση, καθώς η δυναμική που εμφανίζει το κόμμα Κασιδιάρη στις δημοσκοπήσεις (2,5%-3,5%) είναι παρεμφερής με την εκλογική επίδοση της Χρυσής Αυγής στις εκλογές του 2019 (2,9%). Άρα φαίνεται οι διαρροές της κυβέρνησης να είναι προς άλλα κόμματα και όχι προς το κόμμα Κασιδιάρη. Ορθότερο πάντως θα ήταν η σχετική διαδικασία να προβλεπόταν απευθείας στο Σύνταγμα, ώστε να μην δημιουργούνται ερμηνευτικές διαφωνίες ούτε να επιχειρούνται θεσμικές ακροβασίες, που ίσως ηρωοποιήσουν τέτοιους σχηματισμούς στα μάτια του αντιδραστικού τμήματος του εκλογικού σώματος.

[1] https://www.iefimerida.gr/…/i-eyroboyli-enekrine…

+ posts