Της Μυρτώς Κατσούλη, πρώην συντάκτριάς μας

Δεκαπέντε χιλιάδες εκατόν είκοσι εννιά έγραφε ο πίνακας ανακοινώσεων. “Αρκετά τίμιο”, σκέφτηκε η Ελπίδα. Δεν περίμενε τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο. Ήξερε πώς είχε το πράγμα. «Αγαθά κόποις κτώνται», και κόποις στη συγκεκριμένη περίπτωση, τη συγκεκριμένη χρονιά, έφταναν μέχρι εκεί. Δεν ήθελε να πιεστεί για το παραπάνω, ούτε και να θυσιάσει άλλα πράγματα, τα λιγοστά εκείνα που την έκαναν χαρούμενη. Εξάλλου, και η ιδέα του Πανεπιστημίου δεν τη συγκινούσε ιδιαίτερα. Το μόνο που την ένοιαζε τη δεδομένη στιγμή δεν ήταν το κράξιμο της κυρίας Παναγιώτας (Αμάν! Με τίποτα πια δεν ήταν ευχαριστημένη!), αλλά η φίλη της η Λίλλη.
Κυριολεκτικά, έπεσε από τα σύννεφα, όπως και όλοι οι υπόλοιποι. «Τα ΄λεγα εγώ!… Η μάχη είναι μεταξύ ηλιθίων!… Ηλίθιων υποψηφίων και ηλίθιων διορθωτών!… Τους καλούς τούς χαντακώνουν επίτηδες!…». Έξαλλη και μάλιστα μπουχτισμένη από το όλο σύστημα και τη διαδικασία, η Λίλλη έβριζε ασταμάτητα. Δεν της έφτανε το δεκαοχτώ παρά κάτι που ‘χε γράψει, αφού μ’ αυτό δεν πέρναγε «ούτ’ απ’ έξω από τη Νομική», που λέει ο λόγος. Να ξαναδώσει, δεν υπήρχε περίπτωση. Επαρχία; Ούτε καν. «Πλαν μπι κι Άγιος ο Θεός..», κατέληξε…
-«Χώρα ή Πλατύ Γιαλό;», ρώτησε η Ελπίδα.
– «Άσε μας μωρέ Ελπίδα με τις διακοπές! Άσε μας να αποδεχτούμε τη μοίρα μας! Ποια μοίρα, δηλαδή; Κατάντια!», είπε η Λίλλη λίγο επιθετικά καθώς φούμαρε σαν καμινάδα ήδη το 7ο απανωτό τσιγάρο.
– «Καλά, Χώρα θα μένουμε. Τέσσερα ή πέντε βράδια;», συνέχισε ακάθεκτη η Ελπίδα.
– «Και ξέρεις ποιο είναι το θέμα μου; Και να ξαναδώσω το ίδια σκατά θα πάω!». Τον χαβά της η Λίλλη.
– «Τέσσερα καλύτερα. Ας κάνουμε και λίγο οικονομία. Ωραία. Έκλεισε! Σε δύο εβδομάδες φεύγουμε!», είπε πολύ ανακουφισμένα η Ελπίδα, γράφοντας κανονικότατα τα κλαψουρίσματα της φίλης της.
– «Και που ‘σαι; Ελπίζω να ΄χει και κάνα καλό γκομενάκι…», επανήλθε η Λίλλη στην πραγματικότητα, αφού κατά βάθος ποθούσε και αδημονούσε αυτές τις διακοπές σαν τίποτα άλλο.
– «Καλησπέρα σας! Επιτέλους ξύπνησες!,» ψιλοδιαμαρτυρήθηκε η Ελπίδα. «Αρκετά πια με αυτό το θέμα! Τουλάχιστον να το ευχαριστηθούμε τώρα που μπορούμε και βλέπουμε τι θα κάνουμε!»
– «Άντε, ίσως να ξεχαστώ και λίγο», είπε τελικά η Λίλλη, μετά, φυσικά, από τα άπειρα παρακαλετά.
– «Ε άντε!», αναφώνησε η Ελπίδα. «Λοιπόν, πρέπει να κλείσω γιατί έχω και δουλίτσες».
– «Μιλάμε… κουκλάρα μου», είπε η Λίλλη υπαινικτικά κι έκλεισε το τηλέφωνο.
– «Επιτέλους τα κανονίσαμε για την πολυπόθητη Σίφνο», σκέφτηκε η Ελπίδα. Δεν ήθελαν ούτε κάτι υπερβολικά έξαλλο και σέξαλλο, αλλά ούτε και κάτι πλήρως απομονωμένο. Το νησί αυτό ήταν η καλύτερη επιλογή να χαλαρώσουν, να κάνουν τα μπάνια τους και -το βασικό- να μην συναντήσουν κανέναν γνωστό. Ήθελαν, κοινώς, να τους ξεχάσουν όλους κι όλα.
Πάντως, αυτό το «γκομενάκια» που πέταξε η Λίλλη παραξένευσε την Ελπίδα, καθώς δεν είχε ακόμα κλείσει το κεφάλαιο Παύλος-Λίλλη. Το είχαν αφήσει στο «θα τα πούμε το επόμενο πρωί», πράγμα που ποτέ δεν έγινε. Από καμία πλευρά δεν έγινε κάποια προσπάθεια, έστω και η ελάχιστη για επανασύνδεση. Και η Ελπίδα δεν ήθελε από μόνη της να εκβιάσει και να πιέσει καταστάσεις, καθώς η θέση της, ανάμεσα στους δύο φίλους της, ήταν αρκετά λεπτή. Αλλά, μάλλον, όπως έδειχναν τα πράγματα, οι δρόμοι τους θα χώριζαν. Ίσως για το καλύτερο όλων…
Η σχέση τον τελευταίο χρόνο είχε γίνει αρκετά τοξική, τόσο για τον έναν, όσο και για τον άλλον, οπότε οι πράξεις του Παύλου ήταν το πρόσχημα μιας αμοιβαίας επιθυμίας. Αλλά αυτά θα τα ξεκαθάριζαν μόνοι τους, σκέφτηκε η Ελπίδα. Είχε κι εκείνη να αντιμετωπίσει τα δικά της «ερωτικά» προβλήματα, που δεν ήταν προβλήματα στην ουσία, και για να τα αντιμετωπίσει, με την όποια αξιοπρέπεια της είχε απομείνει, έπρεπε να καταστρώσει -με τη Λίλλη, φυσικά!- το τέλειο σχέδιο…
«ΑΥΡΙΟ ΤΟ ΒΡΑΔΥ, 21:00 ΠΛΑΤΕΙΑ.»
– «Το στέλνω!», είπε αποφασιστικά η Ελπίδα στη Λίλλη.
– «Και όπως είπαμε ε; Κάνεις αυτό που θες ΕΣΥ! Όχι αυτός…!», τόνισε η Λίλλη επιτακτικά.
Εννιά ακριβώς έφτασε ο Τάσος στο μέρος συνάντησης. Μπορούσε να κάνει κι αλλιώς; Ήξερε τη βλακεία που είχε κάνει. Και σε ένα τέτοιο κορίτσι…
«Και δέκα. Νωρίς είναι ακόμα. Άστονα πέντε λεπτάκια ακόμα. Δεν θα πάθει και τίποτα!», σκέφτηκε η Ελπίδα και κοιτάχτηκε στον καθρέπτη.. Είχε φορέσει ένα πολύ ωραίο μαύρο φορεματάκι, τόσο όσο, είχε ισιώσει μαλλί και είχε κάνει ένα ελαφρύ βαψιματάκι που αναδείκνυε τα μεγάλα καστανά της μάτια. Με λίγα λόγια αγνώριστη για τα δεδομένα της και για τα σχολικά, που όλοι την είχαν συνηθίσει.
«ΜΗΝ ΑΡΓΗΣΕΙΣ!», άκουσε μια ενοχλητική φωνή από το βάθος καθώς έφευγε… Ποσώς, όμως, την ενδιέφερε…
Πανέτοιμη και πεισμωμένη έφτασε εντός ακαδημαϊκού τετάρτου. Τον είδε να κάθεται εκεί και να την περιμένει αγωνιωδώς κοιτώντας αμήχανα το ρολόι. Έπρεπε να είναι απολύτως ξεκάθαρη και ανένδοτη. «Αφού το πρώτο βήμα έγινε, τι σκας;», είπε στον εαυτό της για να πάρει λίγο τα πάνω της και κατευθύνθηκε προς το μέρος του.
Αφού φιληθήκαν, αγκαλιαστήκαν και χαιρετηθήκαν πήγαν κι έκατσαν σε ένα πολύ ωραίο μπαράκι που έπαιζε κλασική ροκ, η αγαπημένη της Ελπίδας. Μίλησαν στην αρχή για τις εξετάσεις, τα αποτελέσματα, το τι θα κάνουν στις διακοπές, ήπιαν και από δύο τζιν τόνικ ο καθένας και ήταν και οι δύο πολύ χαρούμενοι. Και αφού τελείωσαν με τις τυπικούρες επικράτησε σιγή για μερικά δευτερόλεπτα με την αμηχανία εξ αμφότεραι πλευραί να μεγαλώνει. Τελικά η Ελπίδα για να σπάσει τη σιωπή πήρε το θάρρος και είπε:
– «Λοιπόν, Τάσο. Νομίζω γνωριζόμαστε αρκετά καλά για να κοροϊδευόμαστε μεταξύ μας. Δεν σε κάλεσα εδώ ούτε να πούμε πώς τα πήγαμε ούτε σε ποιο νησί θα πάμε φέτος.»
Ησυχία από την άλλη πλευρά.
-«Έχω την εντύπωση ότι κάτι υπήρχε μεταξύ μας όλα αυτά τα χρόνια και είτε ήσουν μεγάλη κότα να το παραδεχτείς είτε συμβαίνει κάτι άλλο, που εμποδίζει την κατάσταση. Τις προάλλες επιβεβαιώθηκα», μίλησε η Ελπίδα κοιτάζοντάς τον στα μάτια. Δεν είχε περιθώριο να το πει διαφορετικά. Εδώ και τώρα θα κρίνονταν όλα.
– «Ελπίδα…», σιγοψιθύρισε ο Τάσος κατεβάζοντας το βλέμμα. «Δεν μπορώ να μην σου πω την αλήθεια, αφού την ανακάλυψες. Δεν ήθελα να το μάθεις έτσι σε καμία περίπτωση. Με την Χριστίνα είμαστε μαζί περίπου έξι μήνες και τα πάμε αρκετά καλά. Και μέσα στην πίεση των εξετάσεων, μου στάθηκε πολύ. Και με εσένα μου ήταν δύσκολο να προχωρήσω ή να κάνω οποιαδήποτε κίνηση, γιατί νόμιζα ότι ποτέ δεν θα με έβλεπες έτσι.»
– «Μπορούσες απλά να με ρωτήσεις», απάντησε η Ελπίδα συνεχίζοντας να τον κοιτάει στα μάτια.
– «Φοβόμουν την απόρριψη», είπε ο Τάσος έτοιμος να βάλει τα κλάματα.
– «Ωραία, την φοβόσουν. Ωραία, βρήκες την άλλη. Γιατί συνέχιζες να μου δίνεις ελπίδες και να παίζεις μαζί μου ενώ βρισκόσουν και εσύ, όπως λες, σε αυτή τη δύσκολη θέση;». Άρχισε να φουντώνει τώρα η Ελπίδα.
– «Δεν ήθελα να σε χάσω. Είσαι πολύ σημαντική για εμένα», παραδέχτηκε ο Τάσος.
– «Και εσύ, Τάσο, είσαι σημαντικός για εμένα. Αλλά άλλο μού δείχνουν οι πράξεις σου. Έπρεπε να είσαι ξεκάθαρος από την αρχή. Γιατί μου αρέσεις πολύ..»
– «Κι εμένα, Ελπίδα. Κι εμένα μου αρέσεις.»
– «Το καταλαβαίνεις όμως ότι αυτό που λες είναι παράλογο; Δεν γίνεται και να έχεις σχέση και να μου λες αυτά τα πράγματα. Είναι Α-Δ-Ι-Α-Ν-Ο-Η-Τ-Ο! Πρέπει να αποφασίσεις τι θες, γιατί αυτό που κάνεις τώρα δεν είναι σωστό ούτε για εσένα, ούτε για την κοπέλα, ούτε και για μένα! Φαίνεται να μην σε νοιάζει κανείς πέρα από τον εαυτό σου!», τα ‘βγαλε όλα από μέσα της η Ελπίδα.
– «Έχεις δίκιο», είπε ο Τάσος. «Δώσε μου μόνο λίγο χρόνο να το σκεφτώ».
– «Όχι, Τάσο. Είτε νιώθεις πράγματα για μένα είτε όχι. Και εγώ δεν μπορώ να είμαι στην αναμονή για το πότε και για το εάν θα θες να είμαστε μαζί. Δεν παίζεις με κάτι τέτοια. Φίλοι, από την άλλη δεν μπορούμε να είμαστε, αλλά ούτε και όπως είμαστε τώρα. Επομένως μου λες ή δεν ξαναμιλάμε ποτέ…»
Τώρα η Ελπίδα είχε ξεθυμάνει. Σαν να ηρέμησε η ψυχή της. Δεν την ένοιαζε τι θα της πει ο Τάσος. Ούτε η άλλη κοπέλα. Το έβλεπε εντελώς εγωιστικά. Της αρκούσε που το είχε ξεκαθαρίσει. Μπορούσε επιτέλους να κοιτάξει μπροστά στη ζωή της (μακροπρόθεσμα) και στο καλοκαίρι της (βραχυπρόθεσμα)…
