7. Το τέλος για κάτι δεν είναι παρά η αρχή για κάτι άλλο

Της Μυρτώς Κατσούλη, πρώην συντάκτριάς μας

Το Κάστρο της Σίφνου

-«Πω ρε φίλε, το κεφάλι μου», είπε αγουροξυπνημένα η Λίλλη.

-«Καλώς τηνα! Πώς και τόσο νωρίς;». Δύο το μεσημέρι έγραφε η ώρα στο ρολόι. «Σου ΄χω φτιάξει καφέ».

Η Λίλλη σηκώθηκε απρόθυμα από το κρεβάτι, πήρε τη χειροποίητη φραπεδιά κι έκατσε στο μπαλκόνι. Φύσαγε ένα δροσερό μεσημεριανό αεράκι και ήταν πολύ ευχάριστα. Σε λίγο ήρθε και το Ελπιδάκι στην παρέα της με ένα τεράστιο πονηρό χαμόγελο.

-«Και για πες… πώς ήτανε εχτές; Το πνίξαμε το κουνελάκι;»

-«Σταμάτα παλιόπαιδο!», την πείραξε η Λίλλη. «Καλός ήταν», συνέχισε και τράβηξε μια τζούρα απ’ τον καφέ.

-«Μόνο καλός;», της έκλεισε το μάτι συνωμοτικά η Ελπίδα.  

-«Δεν με άφησες να δω αν ήταν καλύτερος!», παραπονέθηκε η φίλη της.

-«Τι δε σε άφησα μαρή! Ήσουν ένα σκέτο χάλι! Έκανες οκτάρια στην ευθεία! Ευτυχώς που σε μάζεψα να λες!»

-«Καλά καλά», είπε η Λϊλλη για να την ξεπετάξει. «Τώρα που το λες, εσύ πού ήσουνα χτες»;

Ξεροκατάπιε η Ελπίδα. Ήταν σίγουρη ότι δεν τους είχε δει χτες με τον Παύλο, αλλιώς θα την είχε φάει ζωντανή. Αλλά δεν πτοήθηκε κι ιδιαίτερα.

-«Έξω, γιατί ζαλιζόμουν. Τέλος πάντων», άλλαξε θέμα, «θα πάμε για μπάνιο ή θα ξημερώσουμε εδώ;»

Φόρεσαν, λοιπόν, γρήγορα τα μαγιό τους, έβαλαν τα παρεά τους, τις καπελαδούρες τους και κατέβηκαν, έτσι, διακριτικές, στη στάση του λεωφορείου. Η διαδρομή μέχρι τη θάλασσα ήταν απολαυστικότατη, καλοκαιρινότατη και πολύ κυκλαδίτικη. Μόλις έφτασαν, άφησαν τα μπαγκάζια στο μαγαζί με τη δυνατότερη μουσική και παρήγγειλαν -εννοείται!- δεύτερο καφέ για την ημέρα. Η Ελπίδα πήγε για μια πρώτη βουτίτσα, ενώ η Λίλλη προσπαθούσε ακόμα να συνέλθει από το προηγούμενο βράδυ.

Κάποια στιγμή, εκεί που απολάμβανε την ηρεμία της, βλέπει να έρχονται προς το μέρος της οι χτεσινοί τους «φίλοι». Ο Δημήτρης, ο Νίκος και ο χυλόπιτας. Αν και πέρασε καλά, δεν είχε όρεξη να τους δει τόσο σύντομα, για αυτό και προσπάθησε να αποφύγει οποιοδήποτε άι κόντακτ. Η τύχη, όμως, δεν ήταν με το μέρος της, καθώς οι τύποι ήταν αποφασισμένοι.

Αυτοί, χωρίς δεύτερη σκέψη, μόλις εντόπισαν τη Λίλλη πήγαν κι έκατσαν στο τραπέζι τους. Ο Δημήτρης -φυσικά- δίπλα στη Λίλλη, πράγμα για το οποίο εξέλαβε μια περίεργη γκριμάτσα. «Τι της συνέβη;», σκέφτηκε αυτός. Δεν ήξερε, όμως, ακόμα πού πήγαινε να μπλέξει.

 Το κλίμα ήταν λίγο περίεργο, γιατί πέρα από τα χτεσινά δεν είχαν και πολλά να πουν. Έφταιγε, βέβαια, και η στραβομουτσουνιά της Λίλλης…

Μετά από λίγο ξεπρόβαλλε -ευτυχώς!- και η Ελπίδα από τη θάλασσα, η οποία έπιασε αμέσως κουβέντα. Σιγά-σιγά ξεδιπλώθηκε και η Λίλλη -ξύπνησε κυρίως- και όλα κύλησαν όπως έπρεπε να κυλήσουν. Κάτσανε με τις ώρες στην παραλία, παίξανε ρακέτες, μπιτς βόλεϊ, τάβλι, κοκορομαχίες, ήπιανε τις μπυρίτσες τους, φάγανε το φαγάκι τους και όλα καλά. Την Ελπίδα, όμως, την έτρωγε πότε και εάν θα έρθουν και οι άλλοι. Είχε αφήσει και μια συζήτηση στη μέση…

Καλομελέτα κι έρχεται, που λένε, να σου και η παρέα του Παύλου μαζί με τον Παύλο αργά το απόγευμα. Η Ελπίδα που τους είδε, την έτρωγε να ρίξει λάδι στη φωτιά με όλους αυτούς παρόντες, και του έκανε νόημα να έρθουν να κάτσουν μαζί τους. Έφαγε μια γερή κλωτσιά κάτω από το τραπέζι από τη φιλενάδα της, αλλά στην τελική όλα καλά.

Αφού γνωρίστηκαν όλοι μεταξύ τους και άρχισαν να μιλάνε περί ανέμων και υδάτων, ο Παύλος κάνει σε μια ανυποψίαστη φάση στην Ελπίδα νόημα να πάνε να τα πούνε οι δυο τους. Αν και ξεβολεύτηκε λίγο, υπάκουσε στο κάλεσμα του φίλου της. Κοίταξε τη Λίλλη με ένα βλέμμα γεμάτο ενοχές, αλλά εκείνη απλώς της χαμογέλασε. Περίεργο που δεν τη σκυλόβρισε…

Περπάτησαν για λίγα λεπτά και πήγαν κι έκατσαν σε κάτι βράχους που έσκαγε το κύμα. Δεν είπαν και πολλά στην αρχή, αλλά σε κάποια φάση το καμάρι ο φίλος της γυρίζει και της κάνει:

 -«Λοιπόν, άκου να δεις πώς έχει το πράγμα. Δεν θέλω να σου πω πολλά και περιττά, θα μπω κατευθείαν στο ψητό. Ούτε θέλω να σε βασανίσω.»

-«Ε άντε, όμως! Λέγε..»

-«Ρε παιδί μου, σε γουστάρω. Αυτό.»

-«Άντε ρε!», είπε η Ελπίδα. Νόμιζε ότι την δούλευε.

-«Όχι, αλήθεια! Πάντα έλεγα ότι δεν είναι η κατάλληλη ώρα και τα σχετικά και ότι δεν είναι καλή ιδέα γιατί δεν θέλω να χαλάσω τη φιλία κου λου που. Αλλά έπρεπε να στο πω κάποια στιγμή…»

-«Σοβαρολογείς;…», Τον κοίταζε με το στόμα ανοιχτό. «Κάτσε για να καταλάβω. Δηλαδή εσύ…»

-«Ναι. Χρόνια τώρα…»

-«Τι εννοείς;», έκανε τη χαζή κι αυτή.

-«Από πάντα. Πώς το λένε…»

-«Τι να πω ρε. Είναι πολύ ξαφνικό…»

-«Ναι, λογικό. Πώς το βλέπεις;»

-«Μου φαίνεται περίεργο. Με την έννοια ότι τα ‘χες με την κολλητή μου. Κι ότι εγώ είμαι ακόμα κολλημένη με τον άλλον.»

-«Οι καλές οι φίλες όλα τα μοιράζονται… Και με τον άλλον ακόμα;»

-«Πας καλά; Σου έστριψε τελείως;… Και ναι, δεν έχω ξεπεράσει το γίδι.»

-«Έλα, πλάκα σου κάνω… τίποτα, αυτό είχα να σου πω.»

-«Η Λίλλη το ξέρει;»

-«Ε ναι! Και δεν έχει θέμα. Νομίζω το είχε καταλάβει εδώ και καιρό. Απλά έκανε τα στραβά μάτια όσο ήμασταν μαζί. Ε και κάποια στιγμή της τα είπα όλα…»

-«Και για αυτό τον λόγο χωρίσατε;»

-«Όχι μόνο. Βλέπαμε ότι δεν πάει άλλο και για να μη σε στεναχωρήσουμε είπαμε να μην σου πούμε τίποτα. Είχαν γίνει κι άλλα μεταξύ μας. Τσακωνόμασταν συνέχεια, δεν βλεπόμασταν ποτέ. Ε, όσο να ‘ναι η σχέση φθάρθηκε. Δεν έχει θέμα, πάντως. Ίσα ίσα που το βλέπει πολύ θετικά όλο αυτό. Εκείνη με έσπρωξε, να φανταστείς…»

-«Και γιατί δεν έλεγες κάτι νωρίτερα;»

-«Δεν ήταν εύκολο ρε συ.»

-«Πραγματικά δεν είχα καταλάβει Χριστό, έτσι;»

-«Το προσπάθησα να μην καταλάβεις, η αλήθεια είναι. Δεν ήθελα να σε φέρω και σε δύσκολη θέση. Ενώ τώρα θεώρησα ότι θα τα έχεις ξεχάσει όλα αυτά και ότι θα μπορείς να προχωρήσεις…»

-«Ρε συ, Παύλο, τι να πω. Είσαι από τους πιο κοντινούς μου ανθρώπους και σε αγαπάω κι εγώ πολύ. Απλά έχω ξαφνιαστεί!»

-«Καταλαβαίνω. Ήθελα να είμαι διακριτικός…»

-«Άκου. Για να μη σου λέω κι εγώ ψέματα και για να μην σου δώσω υποσχέσεις που μετά δεν θα μπορώ να τηρήσω, δεν σε σκέφτομαι με αυτόν τον τρόπο. Ούτε και μπορώ με το «καλημέρα» να αρχίσω να σε βλέπω με άλλο μάτι βρε αδερφέ. Και, εξάλλου, ξέρεις ότι με τον άλλον δεν έχω ξεκολλήσει. Και, γενικά, δεν το θεωρώ σωστό εκ μέρους μου να κάνω κάτι μαζί σου μόνο και μόνο για να το κάνω. Είναι άδικο για εσένα, πρωτίστως, να έχεις μόνο εσύ συναισθήματα. Χρειάζεσαι μια ανταπόκριση, όπως όλοι μας, άλλωστε. Θέλω να το σκεφτώ. Άσε μου λίγο χρόνο…»

-«Καλά. Έχεις δίκιο. Λοιπόν πάω τώρα στους άλλους και τα λέμε», είπε απλά, λιτά κι απέριττα κι έφυγε.

Τώρα η Ελπίδα μόνη της στα βράχια κοίταζε το υπερπέραν. Δεν ήταν έτοιμη για κάτι τέτοιο. «Ρε γαμώτο», σκέφτηκε, «Γαμώ τον Τάσο μου που με έκανε σμπαράλια». Τη φίλη της χρειαζόταν εκείνη τη στιγμή και μια ζεστή αγκαλιά. Έπρεπε να το χωνέψει.

Σε λίγο ήρθε και η Λίλλη στο μέρος της να της πει ότι σιγά-σιγά θα έφευγαν. Και να τσεκάρει αν όλα καλά με τη μικρή. Που δεν ήταν «μικρή», αλλά που λέει ο λόγος.  Την είδε σκεπτική και αποφάσισε να μην της πει λέξη. Και ορθώς έπραξε στην τελική. Τα ‘χε βάψει μαύρα. «Σιγά! Πώς κάνει έτσι;», σκέφτηκε, αλλά δεν ήταν η ώρα να της τα ψάλλει.

Γύρισαν σπίτι χωρίς να βγάλουν κιχ. Πλύθηκαν, ντύθηκαν, στολίστηκαν (κούκλες, εννοείται!) και πήραν, πάλι τους δρόμους της Σίφνου. Σήμερα θα πήγαιναν στο Κάστρο και θα έπιναν ένα ποτάκι με θέα μια μικρή, αλλά πανέμορφη εκκλησίτσα.

Μόλις έφτασαν στο μέρος και βολεύτηκαν σε έναν καναπέ και πήραν τις ποτάρες τους πήρε, επιτέλους, πρωτοβουλία η Ελπίδα να μιλήσει.

-«Με τον Δημητράκη όλα καλά;» ρώτησε για να σπάσει τον πάγο.

-«Άσε με εμένα! Ναι, καλά πάει. Τον ταλαιπωρώ χωρίς να φταίει. Αλλά καλά του κάνω. Φτάνει, όμως, για μένα! Για πες εσύ…»

-«Τι να πω; Δεν τα ξέρεις;»

-«Τα ξέρω, αλλά θέλω να τα ακούσω κι από εσένα.»

-«Ωραία, αλλά μη με διακόψεις. Λοιπόν, πήγαμε στα βραχάκια που μας είδες, πολύ ωραία βράχια, θα μπορούσα να κάθομαι εκεί με τις ώρες και να ακούω τη θάλασσα να σκάει, και γυρίζει και μου κάνει σε κάποια φάση…»

-«Άκου. Θα σου μιλήσω όσο πιο ωμά μπορώ για να το καταλάβεις», είπε η Λίλλη με το γνωστό της βλέμμα «την έχεις βάψει και δεν το ξέρεις».

»Το παιδί την έχει πατήσει μαζί σου από πάντα. Δεν στο έλεγε, γιατί είναι κότα, μετά μας έκανες το κονέ και σιγά που τον χάλασα, αλλά ήταν κολλημένος μαζί σου, εγώ το κατάλαβα και τον βοήθησα να κάνει την πρώτη κίνηση.»

-«Ρε πάτε καλά και τα δυο σας;»

-«Άκου που σου λέω…»

-«Ωραίος κι αυτός. Γιατί δεν το έλεγε πιο έγκαιρα, ξέρω γω;»

-«Τα ΄παμε γιατί. Ήτανε κότα. Πάντως εμένα δεν με νοιάζει σαν «αγόρι» και πολύ. Ντάξει, τα ΄χαμε αλλά μέχρι εκεί. Δεν θα πεθάνω κι όλας. Άσε που με τον άλλον πάει, όλως περιέργως, αρκετά καλά.»

-«Ρε φίλε, δεν ξέρω. Άσε που σκέφτομαι ακόμα τον άλλον.»

-«ΠΟΙΟΝ ΆΛΛΟΝ ΚΟΥΚΛΑΡΑ ΜΟΥ; ΑΥΤΟΝ ΠΟΥ ΣΕ ΓΡΑΦΕΙ ΚΑΝΟΝΙΚΟΤΑΤΑ; ΑΥΤΟΝ ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΓΚΟΜΕΝΑ; ΠΟΥ ΣΟΥ ΦΕΡΘΗΚΕ ΕΤΣΙ; Ή ΠΟΥ ΤΟ ΠΑΙΖΕΙ ΚΑΠΟΙΟΣ ΕΝΩ ΔΕΝ ΕΊΝΑΙ; ΤΟ ΚΟΜΠΛΕΞ ΤΟ ΟΡΘΙΟ; Ε; ΣΕ ΠΑΡΑΚΑΛΩ ΠΟΛΥ!»

-«Και πάλι ρε συ. Θα μπορούσαμε “θεωρητικά” να είμαστε μαζί.»

-«Θεωρητικά να το βράσω!»

-«Είμαι σε δύσκολη θέση και εκτός αυτού δεν θέλω να εκβιάσω κάποια κατάσταση. Είναι φίλος μου και δεν θέλω να τον πληγώσω.»

-«Αυτό το καταλαβαίνω. Δεν καταλαβαίνω, όμως, γιατί το σκέφτεσαι τόσο πολύ! Το παιδί Λ-Ι-Ω-Ν-Ε-Ι. Και δεν είμαι βαλτή που στα λέω αυτά. Τα λέω επειδή τα πιστεύω.»

-«Τι να σου πω, βρε Λίλλη. Δεν μου φαίνεται σωστό όλο αυτό. Ούτε κάνω το οτιδήποτε μαζί του για να ξεπεράσω τον άλλον. Θέλω να είμαι σίγουρη…»

-«Καλά. Εσύ ξέρεις, εσύ αποφασίζεις. Σκέψου το, πάντως.»

-«Για πες τώρα κι εσύ για τον Δημήτρη. Να ακούσουμε και κάτι ευχάριστο!»

-«Λοιπόν, άκου να δεις τι έγινε όσο έλειπες…», άρχισε να αφηγείται η Λίλλη…

Να μην τα πολυλογούμε, τα δύο κορίτσια πέρασαν προφανώς τέλεια στο νησί (παρά τα παρατράγουδα), είδανε ωραίες παραλίες, δοκιμάσανε πεντανόστιμα πιάτα, κάνανε καινούργιες γνωριμίες και η Λίλλη τσέπωσε κι ένα καινούργιο κι ολόφρεσκο γκομενάκι. Που στο τέλος τα φτιάξανε και πήγανε και δύο μέρες στην Αίγινα προς το τέλος του Αυγούστου. Η Ελπίδα, πάλι, δεν μίλησε πολύ με τον Παύλο. Βγήκανε και μία φορά, αλλά τίποτα σπουδαίο. Εξάλλου, σε λίγες μέρες θα ανακοινώνονταν και οι βάσεις των εξετάσεων.

Η Λίλλη δεν πέρασε Νομική στην Αθήνα, όπως το περίμενε, για πενήντα περίπου μόρια. «Τη γκαντεμιά μου!» έσκουζε αυτή. Θα πήγαινε, όμως, να σπουδάσει στη Γερμανία, που της άρεσε πολύ, οπότε όλα καλά. Κλάματα που θα έφευγε μακριά από τη φίλη της, αλλά θα την επισκεπτόταν μέχρι τα Χριστούγεννα τουλάχιστον δύο φορές. Τώρα ο Δημήτρης τα έβαψε, λίγο μαύρα, αλλά θα έδινε μια ευκαιρία στη σχέση από απόσταση. Ήθελε κι αυτός να τεστάρει τις αντοχές του…

Η Ελπίδα πέρασε εν τέλει δημοσιογραφία στη σχολή του Παύλου. Κάτι θα έβγαζε από αυτή την ιστορία, οπότε όλοι ευχαριστημένοι. Και η κυρία Παναγιώτα δεν είχε να προσάψει τίποτα. Επιτέλους, μια φορά που όλα ήταν καλά και έδειχναν ότι θα εξελιχθούν ακόμα καλύτερα.

Ακόμα και το καλοκαίρι που μεσολάβησε βοήθησε την Ελπίδα να σκεφτεί και να ξεκαθαρίσει κάποια πράγματα. Ήθελε να κοιτάξει τον εαυτό της και να είναι καλά με τη συνείδησή της. Να κάνει αυτό που της έλεγε η καρδιά της στα σίγουρα χωρίς πισωγυρίσματα.      

-Αλήθεια;

-Ναι, Παύλε.

-Δεν σε πιστεύω…!

-Κι όμως…

~Η ΑΡΧΗ ΚΑΙ ΟΧΙ ΤΟ ΤΕΛΟΣ~

+ posts