Να θυμάσαι πως ξεχνάω

Να θυμάσαι πως ξεχνάω

Πάντα από μικρή ηλικία θυμάμαι όλους τους μεγάλους και πιο σοφούς από εμένα να λένε πως το πιο σημαντικό από όλα τα άλλα είναι να μην χάνεις τον εαυτό σου. Ότι, ο μόνος άνθρωπος που δεν θα σε αφήσει ποτέ είναι το ίδιο σου το “εγώ”. Πως, δεν θα σε αγαπήσει και δεν θα σε νοιαστεί κανείς όσο εσύ, εσένα. Είσαι ό,τι έχεις. Την είχα τούτη την σκέψη οδηγό σε όλη μου την ζωή. Στις δύσκολες αποφάσεις, στα ξεκαθαρίσματα, στις διαπροσωπικές μου σχέσεις με φίλους και γνωστούς. Θυμόμουν όμως και πόσο σημαντικό είναι να αγαπάς και τους γύρω σου. Δεν έπεσα ποτέ στην παγίδα της απομόνωσης, αλλά πάντοτε ήξερα ότι κανείς δεν θα ενδιαφερθεί για εμένα όσο εγώ.

Και μια μέρα είχαν μαζευτεί όλοι οι συγγενείς μαζί, παιδιά, εγγόνια, φίλοι και ξαδέλφια μαζί με αδέλφια. Αναπτύξαμε την κλασική κουβέντα, σχετικά με τις αναμνήσεις στο χωριό και τις καταστάσεις που βιώσαμε κάποτε όλοι μαζί. Μα, μία πνευματική ομίχλη σκορπίστηκε στο μυαλό μου από την μία στιγμή στην άλλη. Δεν θυμόμουν τις αναμνήσεις που είχαμε αναπτύξει όλοι μαζί στις διακοπές μας. Δεν έδωσα και τόση σημασία, γιατί παρηγόρησα τον εαυτό μου με την στερεοτυπική φράση “ξεχνάει όσο μεγαλώνει ο άνθρωπος”. Ναι, αλλά γιατί δεν δίνει ο κόσμος την απαιτούμενη σημασία στην φράση τούτη;

Ήθελα να πάω στην λαϊκή, μα δεν έβρισκα τα κλειδιά μου πουθενά. Δεν ήταν στο έπιπλο δίπλα από την πόρτα που πάντα βρίσκονται σαν πιστός φρουρός. Έψαξα παντού να τα βρω και είχα αγχωθεί μήπως τα έχασα, αλλά όπως αποδείχτηκε ήταν στο τσαντάκι με όλα τα απαραίτητα που κουβαλάω μαζί μου όταν βγαίνω από το σπίτι.

Ήταν μία Τρίτη, αν θυμάμαι (καλά) που ήρθαν τα παιδιά στο σπίτι. Έφτασαν στις επτά το απόγευμα αλλά ενοχλήθηκα αρκετά γιατί εκείνη την ώρα βλέπω κάθε απόγευμα το σίριαλ που μου αρέσει στην τηλεόραση. Μου είπαν πως είχαμε μιλήσει εχθές στο τηλέφωνο για να κανονίσουμε να βρεθούμε όλοι μαζί. Θα με βγάλουν και τρελαμένο άνθρωπο. Ποτέ δεν επικοινωνήσαμε για να συναντηθούμε, και αναρωτιέμαι από που και ως που η πρωτοβουλία να έρθουν στο σπίτι μου. Τέλος πάντων, έβγαλα να κεράσω καφέ και κάποια γλυκίσματα που είχα αγοράσει από τον φούρνο. Δεν ήταν φρέσκα και μου είπε ο γιος μου -με διακριτικότητα- ότι είχαν χαλάσει. Με ρώτησε πότε τα αγόρασα. Αλήθεια, πότε πήγα τελευταία φορά στον φούρνο;

Θέλανε να πάμε στον νευρολόγο όλοι μαζί, για μία τυπική εξέταση και για τον τακτικό έλεγχο, είπαν. Δεν μου άρεσε αυτό. Ίσως να έχω παραξενέψει λίγο ως χαρακτήρας. Τα της ηλικίας υποθέτω… Ο γιατρός μου έκανε περίεργες ερωτήσεις και ήθελε να συγκρατώ ορισμένες λέξεις για να τις αναφέρω ξανά στο τέλος της συνάντησής μας. Δεν μπορώ να θυμηθώ αν τις είχα πει όλες σωστά. Περίμενα στο σαλόνι όσο οι δικοί μου ήταν μέσα με τον γιατρό και συζητούσαν. Η ώρα είχε πάει επτά το απόγευμα και η τηλεόραση έπαιζε ένα σίριαλ. Όλο σαχλαμάρες έχει αυτό το κουτί μέσα του. Απορώ πως κάθεται ο κόσμος και βλέπει αυτά τα πράγματα. Είναι σκέτο αίσχος. Το απεχθάνομαι. Ύστερα από λίγα λεπτά, βγήκαν ο γιος μου με την κόρη μου με τα μούτρα κατεβασμένα. Δεν κατάλαβα ως
προς τι αυτή η ταραχή, αλλά βγήκε σωστό το ένστικτο μου για την επίσκεψη στον νευρολόγο. Μόνο ενόχληση μπορεί να φέρει αυτός ο άνθρωπος.

Τις επόμενες μέρες ήρθαν πάλι σπίτι τα παιδιά με κάτι τεράστιες τσάντες γεμάτες μικροσκοπικά κουτάκια. Θεώρησα ότι ήταν παιχνίδια για τα εγγόνια. Ανοίγουν τις σακούλες και τα κουτιά έγραφαν πάνω με μεγάλα μαύρα γράμματα “ΠΡΩΙ”,“ΜΕΣΗΜΕΡΙ”,“ΒΡΑΔΥ”. Κάθε κουτάκι είχε μέσα πολλά φάρμακα και κάψουλες. Άσπρα, ροζ και κίτρινα χαπάκια τρεμόπαιζαν μέσα στα σπιτάκια τους ευτυχισμένα που είχαν το ένα το άλλο. Τα κοίταξα όλο απορία. Μου εξήγησαν πως είναι για εμένα και σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες εξετάσεις μου είναι απαραίτητα για την υγεία μου. Ποιες εξετάσεις; Μου φάνηκε πολύ περίεργο και ρώτησα και τους υπολοίπους. Υπήρξε μία ένταση γιατί εγώ τα θεώρησα πολλά και αχρείαστα, ενώ οι άλλοι επέμεναν για το εντελώς αντίθετο. Τελικά, καταλήξαμε ότι θα παίρνω τα φάρμακά μου πρωί, μεσημέρι, βράδυ. Πάντως εμένα εξακολουθούν να μου φαίνονται πολυάριθμα.

Μπήκα μια μέρα στο ταξί να πάω σε ένα κατάστημα να ψωνίσω, μα κάπου στη διαδρομή ξέχασα πού ήθελα να πάω. Δεν έβρισκα το χαρτάκι με την διεύθυνση και είχα ξεχάσει και το κινητό μου σπίτι. Έλειπα πολλές ώρες από το σπίτι και όταν τελικά γύρισα πίσω με περίμεναν τα παιδιά με την αγωνία στο πρόσωπό τους να τους έχει σημαδέψει λες και είχαν χτυπήματα από τις πλατείες μετά το πολύ παιχνίδι τότε που ήταν μικρά. Ωραία τούτα τα χρόνια. Δεν τα θυμάμαι όμως και πολύ καλά. Όλοι τους μου επιτέθηκαν με κινητήρια δύναμη το άγχος τους και με ρωτούσαν ξανά και ξανά που ήμουν και γιατί έφυγα απροειδοποίητα χωρίς καμία συντροφιά και χωρίς να πω τίποτα σε κανέναν τους. Ταράχτηκα και πληγώθηκα. Νομίζω πως ξεκινάω να ξεχνάω…

Υπάρχουνε στιγμές που η θολούρα με αφήνει να ξεκουραστώ για λίγο. Μία από αυτές τις στιγμές επιλέγω να σου γράψω. Σε εσένα που με αγαπάς και που με φροντίζεις όπως και όσο σε φρόντισα εγώ όταν τα χρειαζόσουν. Γράφω σε εσένα που με γνωρίζεις πιο καλά από ότι γνωρίζω εγώ τον ίδιο μου τον εαυτό, πλέον.

Συγγνώμη που σε κουράζω. Που σε αναγκάζω να φτιάξεις τα φάρμακά μου στα πλαστικά τους κουτάκια, επειδή εγώ δεν έχω το μυαλό να το καταφέρω. Το σπίτι μου είναι ακατάστατο και ίσως πολλές φορές και βρώμικο, μα δεν το συνειδητοποιώ. Δεν αναγνωρίζω την λανθασμένη μου συμπεριφορά γιατί σε αντίθεση με εσένα δεν έχω πλέον την συνείδηση που απαιτείται για να φέρομαι σωστά. Χάνω το μυαλό μου και την μνήμη μου από αδιέξοδο και όχι από επιλογή, γι’ αυτό μη μου θυμώνεις που δεν λειτουργώ όπως θα έπρεπε.

Συγγνώμη αν σου δημιουργώ αποστροφή για το άτομό μου. Πάντα είχα τις περιέργειες μου το γνωρίζω, μα μία από αυτές δεν ήταν σίγουρα να μην είμαι ο εαυτός μου. Αλλάζω μέρα με την μέρα, αλλά δεν το αντιλαμβάνομαι. Η κυκλοθυμία έχει γίνει αξεσουάρ που φοράω καθημερινά και η αντοχή μου με την ανοχή μου έχουν φτάσει χαμηλά. Το ξέρω ότι όλα αυτά μαζί αγκαλιασμένα σου δημιουργούν αγανάκτηση, μα συγγνώμη, δεν το κάνω εσκεμμένα. Πρέπει να καταλάβεις, έχουν πέσει όλα μαζεμένα.

Έχω γίνει φορτίο για εσένα, το ξέρω. Είμαι μία επιπλέον υποχρέωση, ένα επιπλέον “πρέπει” στην υπερφορτωμένη σου καθημερινότητα. Ποτέ δεν μου άρεσε να εξαρτώμαι από τους άλλους και το θυμάσαι καλά. Ούτε τώρα μου αρέσει, μα πλέον η εξάρτησή μου από τους δικούς μου ανθρώπους είναι ζωτικής σημασίας. Δεν θυμάμαι που βάζω τα λεφτά μου, και πού τα ξοδεύω με αποτέλεσμα να τελειώνουν με ταχείς ρυθμούς. Δεν θυμάμαι πότε καθάρισα το μπάνιο μου, για να το ξανακάνω, και συγγνώμη για την πιθανή δυσωδία που μπορεί να αντιλαμβάνεσαι εσύ. Τα ρούχα που φοράω δεν ταιριάζουν μεταξύ τους μα τα κριτήριά μου κυμαίνονται μεταξύ μεγέθους και άνεσης πλέον. Συγγνώμη αν κάνω τους γύρω σου να κοιτάνε επίμονα εμένα και εσένα που με συνοδεύεις.

Να ξέρεις, χάνομαι. Παύω να είμαι μία ψυχή ντυμένη με το σώμα μου. Το μυαλό μου με αποχαιρετά και οι σκέψεις που απομακρύνονται. Είναι στιγμές που δεν ξεχωρίζω τι είναι αληθινό και τι όχι. Πλάθω σενάρια στο μυαλό μου που πολλές φορές δημιουργούν αναταραχές μεταξύ μας και μεταξύ των δικών σου ανθρώπων. Σας έμπλεξα όλους σε αυτό το κυνήγι του χαμένου μου μυαλού. Η μνήμη μου σβήνει και μαζί της σβήνονται και τα συναισθήματα. Συγγνώμη που θα σε πληγώσω.

Είχα κάποτε πολλές αναμνήσεις. Θυμόμουν λεπτομέρειες, ακριβείς τοποθεσίες, συγκεκριμένα χαρακτηριστικά προσώπων. Μα ίσως κάποια στιγμή να ξεχάσω πότε έχεις γενέθλια και ας είσαι δικός μου άνθρωπος. Ίσως να ξεχάσω το σημάδι που έχεις στο χέρι σου από εκείνο το ατύχημα με το ποδήλατο. Ίσως να ξεχάσω και εσένα, μια μέρα. Συγγνώμη που θα σου μιλήσω σαν να είσαι ξένος. Που θα σε κάνω να υποφέρεις. Που θα σε κάνω να κλάψεις μέχρι να αναζητήσεις σωτηρία και λύση για το πρόβλημά μου. Συγγνώμη που θα σε αποπάρω και που θα σου απευθυνθώ με άσχημο τρόπο. Συγγνώμη που δεν θα καταλάβω ότι για το καλό μου θέλεις να με φροντίζει κάποιος άλλος άνθρωπος, μόνιμα, επειδή εσύ δεν θα προλαβαίνεις. Συγγνώμη που δεν θα θέλω να αλλάξω σπίτι, να πάω σε εκείνο το μεγαλύτερο με ανθρώπους σαν και μένα. Ξέρω ότι θα κάνεις τα πάντα για το καλό μου. Ίσως να μην το θυμάμαι αύριο, μα ξέρω ότι με αγαπάς και θα πάρεις δύσκολες αποφάσεις, που εγώ αδυνατώ.

Χάνω τον εαυτό μου. Πάντα το φοβόμουν αυτό. Δεν ξέρω την ίδια μου την ταυτότητα. Δεν αναγνωρίζω το εγώ μου. Δεν είναι πια δικό μου. Μα δεν το καταλαβαίνω. Θα περάσουμε αμέτρητες στιγμές μαζί, και οι περισσότερες από εδώ και στο εξής θα είναι δυσάρεστες. Μα βρες, σε παρακαλώ ένα κίνητρο να μην με εγκαταλείψεις. Ζήσε τα
δυσάρεστα μαζί μου εις το όνομα των ευχάριστων που κάποτε βιώσαμε.

Ακόμα και αν δεν στο εκδηλώνω συχνά, πλέον, να θυμάσαι πως σε αγαπώ. Είσαι ένας από
τους ανθρώπους μου και σε ευχαριστώ από τα βάθη της ταλαιπωρημένης μου καρδιάς που
είσαι δίπλα μου ακόμα. Μπορεί να μην σου το δείχνω συχνά, πλέον, μα να ξέρεις πως
εκτιμάω τις προσπάθειες που καταβάλεις και για τους δυο μας.

Ήσουν ό,τι πιο πολύτιμο είχα ποτέ και σε ευχαριστώ που κατέρριψες τον κανόνα που μου
μάθανε. Μου απέδειξες ότι ακόμα και να χάσω τον εαυτό μου, θα έχω εσένα. Σ’ αγαπώ
και θα το κάνω πάντα. Να το θυμάσαι αυτό και για τους δυο μας, όταν εγώ θα το ξεχάσω.

Σε αφήνω τώρα γιατί ξεκινάει ένα σίριαλ που παίζει στην τηλεόραση κάθε μέρα στις επτά. Είναι πολύ καλό πιστεύω, αξίζει να το παρακολουθεί ο κόσμος…

Υ.Γ.: Θυμήθηκα πως είπε ο νευρολόγος αυτό που με βασανίζει Αλτσχάιμερ.

+ posts

Καταγωγή από τον πυρήνα της Ελλάδας γεμάτη με θαυμασμό για τα τοπία που περιέχουν το πράσινο της φύσης και το γαλάζιο του βυθού. Λάτρης της hip hop μουσικής, της στάσης ζωής των χίπηδων και της εκμετάλλευσης του τώρα παρά του άγχους για το αύριο.
Πάθος για την γραφή από μικρή κιόλας ηλικία, ξεκινώντας με άρθρα “Πού πήγα διακοπές το καλοκαίρι” και καταλήγοντας σε παραγράφους γεμάτες επανάσταση και αφυπνισμό. Θαμώνας συνεργατικών καφενείων, πλατειών, ροκ μπαρ και χώρων συναυλιών. Ελπίζω σε έναν καλύτερο κόσμο όχι από άποψη, αλλά από ασυγκράτητο αίσθημα δικαιοσύνης. Μ’ αρέσει να υπογράφω με έμμεση αναφορά στο όνομά μου. Peace.