Του Ανδρέα-Γεώργιου Σκίννερ, δευτεροετή φοιτητή στο ΠΕΚΙ (Πολιτικών Επιστημών και Ιστορίας) στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
Οι δηλώσεις της Αφροδίτης Λατινοπούλου στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ξεσήκωσαν αμέσως αντιδράσεις, ως σεξιστικές, ομοφοβικές, τρανσφοβικές και γενικά σκατόψυχες. Αμέσως υπήρξε κύμα δημοσιεύσεων που επιδείκνυαν όσα η τέως υποψήφια βουλευτής Α’ Θεσσαλονίκης (με 5297 σταυρούς – 18η στο ψηφοδέλτιο της Νέας Δημοκρατίας) θεωρεί αντιαισθητικά, άσχημα και παρά φύσιν, αλλά και κριτικής των λεγομένων της. Κάτι τέτοιο ήταν φυσικό και με κινητοποίησαν να ψάξω το προφίλ της, να δω τι ακριβώς είχε πει.
Ήξερα ήδη τι εστί Λατινοπούλου, είναι σχετικά γνωστή στον χώρο των κακών απόψεων: στις 6 Μαΐου εκθείασε την Ισαβέλ Ντίαθ Αγιούσο, η οποία πολιτεύεται στην Περιφέρεια Μαδρίτης μαζί με το ακροδεξιό Βοξ, για τη δήλωσή της «Κομμουνισμός ή Ελευθερία»· στην ίδια δημοσίευση παραπονιόταν που ο Κουρτς, ο Σαλβίνι και ο Όρμπαν, αλλά και η τρόικα Αντώνη-Μαυρουδή-Άδωνι [ΑΜΑ, όπως λέμε MSN, αλλά για το ΙΚΑ], θεωρούνται ακροδεξιοί. Στις 27 Απρίλη χαρακτήρισε την Αριστερά ως τη διαχρονικά μεγαλύτερη πληγή της Ελλάδος. Οπότε ο αντικομμουνισμός της, κύριο σύμπτωμα του φασισμού, ήταν γνωστός· ήταν ουν φυσικό οι νέες δηλώσεις να κρούσουν κώδωνες κινδύνου πριν καν τις ακούσω – ιδίως όταν οι αντιδράσεις φτάνουν στο μέινστριμ.
Η Αφροδίτη έχει κερδίσει με κόπο τον τίτλο του θηλυκού Μπογδάνου, και παρότι σιππάρω απίστευτα ανησυχώ, καθώς ο εθνικός ρουφιάνος κατάφερε να εκλεγεί τελικά. Γεμάτος αγωνία άνοιξα το βίντεο με τις δηλώσεις της, αλλά γρήγορα χάθηκα: σαγηνεύτηκα από το βλέμμα της, τους μορφασμούς της, την απίστευτη ομορφιά, το πρότυπο ομορφιάς καθαυτό – ή απλώς από το γεγονός ότι οι εκφράσεις της μου θυμίζουν κάποια γνωστή μου, αλλά ακόμα δε θυμάμαι ποια. Πάντως, κάτι που δε μου θύμισε καμία γνωστή μου ήταν το περιεχόμενο της τοποθέτησής της.
Μία από τις πρώτες «διαφορετικές» αντιδράσεις στα λεγόμενα της Σειρήνας ήταν μία δημοσίευση, η οποία πρόβαλλε τα ετήσια κέρδη της βιομηχανίας ομορφιάς. Πράγματι, πέραν της επιφάνειας του σεξισμού, φτάνοντας στο ποιος προωθεί αυτόν τον σεξισμό και γιατί, είναι εύκολο να δούμε τα €30.000.000.000 τζίρο της Λορεάλ για το 2019 (Πηγή: https://www.loreal-finance.com/system/files/2020-03/LOREAL_2019_Annual_Report_3.pdf ) σε μία αγορά αξίας €532.000.000.000 (Πηγή: https://www.businessinsider.com/beauty-multibillion-industry-trends-future-2019-7).
Πράγματι, τα τεράστια κέρδη αυτού του κλάδου εξαρτώνται από τη ζήτηση των προϊόντων του, την οποία ο κλάδος καλείται να δημιουργήσει, όταν αυτή δεν υπάρχει, και να την ενισχύσει, όταν αυτή υπάρχει. Για να το καταφέρει αυτό, θα πρέπει να διαφημίσει τα προϊόντα του, και ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για να το κάνει αυτό είναι να τα προβάλλει οριακά ως αναγκαία για τη φύση του καταναλωτή της καταναλώτριας – να προβάλλει τον κλάδο ως τον ξανθόπλινθο δρόμο προς την ομορφιά, η αποχή από τον οποίο σημαίνει ασχήμια. Βεβαίως, δεν αποκαλώ τη Λατινοπούλου «πράκτορα» της “Σεφορά”· οι δηλώσεις της ήταν 100% αυθόρμητες και δεν το αμφισβητώ. Αλλά εκεί είναι η απόδειξη της πιο επιτυχημένης διαφήμισης: στην εσωτερίκευση των μηνυμάτων της, και την αναπαραγωγή αυτών ως πρωτογενής πομπός.
Οπότε οι σεξιστικές, μισογυνιστικές δηλώσεις της Αφροδίτης οφείλονται στην παγκόσμια αγορά προϊόντων ομορφιάς και τα πρότυπα ομορφιάς που διαφημίζει για να πουλήσει τα προϊόντα της (η αγορά, όχι η Λατινοπούλου). Είναι κομμάτι της απόπειρας εξαναγκασμού της γυναίκας στη θέση της καταναλώτριας, να αγοράζει άχρηστα εμπορεύματα κ.ο.κ.. Δυστυχώς, όμως, θαρρώ πως η πραγματικότητα είναι ακόμα πιο σκοτεινή. Το νόημα δεν είναι να αγοράσει η γυναίκα το εμπόρευμα, αλλά να αποτελεί η ίδια το εμπόρευμα.
Πώς γίνεται ένας άνθρωπος εμπόρευμα; Εκ πρώτης όψεως, η απάντηση είναι απλή: με την αγοραπωλησία, κυρίως ως δούλος. Αλλά και ως μοντέλο, ως σεξεργάτρια, ως ηθοποιός ακόμα – σε κάθε κλάδο όπου το προϊόν δεν είναι μεν η ίδια η γυναίκα, αλλά αυτή η γυναίκα και δη το σώμα αυτής αποτελεί αναγκαίο μέρος του εμπορεύματος. Επιλέγω να μιλήσω για γυναίκα, συγκεκριμένα, καθώς το γυναικείο σώμα και οι γυναίκες πράγματι αντικειμενοποιούνται και εμπορευματοποιούνται πιο πολύ από τους υπόλοιπους ανθρώπους, αλλά και κυρίως επειδή η Λατινοπούλου για γυναίκες έλεγε.
Ένα μοντέλο «πουλάει» σχεδόν αποκλειστικά το σώμα της και την εμφάνισή της: μία ηθοποιός, μολονότι θα έπρεπε να «πουλάει» κυρίως το καλλιτεχνικό της ταλέντο, «πουλάει» επίσης το σώμα της, καθώς για αυτό υπάρχει ζήτηση – το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα ίσως είναι (για άλλη μια φορά) η Σκάρλετ Γιόχανσσον, η οποία στις συνεντεύξεις για τις ταινίες Αβέτζε, ενώ οι συνάδελφοί της λάμβαναν ερωτήσεις σχετικές με την ταινία, τους χαρακτήρες κ.ο.κ., λάμβανε ερωτήσεις για τη διατροφή και την εμφάνισή της. Το ίδιο επεκτείνεται και στο τραγούδι και την τέχνη γενικότερα, καθώς όποια γυναίκα πετύχει στους κλάδους της τέχνης ακούγεται ότι δεν το κατάφερε με το ταλέντο της (σιγά μην έχει γυναίκα ταλέντο!), αλλά επειδή «έκατσε» στον τάδε, ενώ θα χαρακτηριστεί στο κόκκινο χαλί το ντύσιμό της και το περπάτημά της (πόσες διάσημες καταδικάζει ως «στραβοκάνες» η μάνα μου…), «από φωνή κορμάρα» κ.ά… Και όταν μία γυναίκα δεν ανταποκρίνεται στα πρότυπα ομορφιάς, ώστε να μην μπορεί η κοινή γνώμη να εστιάσει σε όλα τα προηγούμενα, λένε «η παχουλή κοπέλα που δεν φοβήθηκε τη δημοσιότητα», «δεν της φαίνεται, αλλά η φωνή της θα σας εντυπωσιάσει» κ.ο.κ.. Σε κάθε περίπτωση, λοιπόν, το κύριο είναι το σώμα και η εμφάνισή της και η τέχνη της καταδικάζεται δευτερεύουσα. Το ίδιο ισχύει και για τις αθλήτριες (θα αποφύγω τη συζήτηση περί γενικότερης εμπορευματοποίησης της τέχνης και του αθλητισμού.), Βεβαίως, το πιο βροντερό παράδειγμα εμπορευματοποίησης της γυναίκας προέρχεται από τον κλάδο του σεξ, όπου οι γυναίκες πουλάνε κυριολεκτικά το σώμα τους, πουλάνε την ανθρώπινη υπόστασή τους, και μετατρέπονται αποκλειστικά σε εμπόρευμα.
Στην πραγματικότητα, όμως, υπάρχουν άλλοι 2 τρόποι που οι γυναίκες μετατρέπονται σε εμπόρευμα. Πιο θεωρητικοί ίσως, πιο γενικοί, καθώς υπάρχουν 2 κοινωνικές δομές που εμπορευματοποιούν τη γυναίκα. Ο πρώτος είναι ο καπιταλισμός – ο οποίος, βεβαίως, εμπορευματοποιεί κάθε προλετάριο, κάθε εργαζόμενο άνθρωπο: στον καπιταλισμό η ανθρώπινη εργατική δύναμη αποτελεί εμπόρευμα, το οποίο υπάγεται σε όλους τους νόμους της πολιτικής οικονομίας, και του οποίου η τιμή είναι ο μισθός. Ο προλετάριος αναγκάζεται να πουλάει την εργατική του δύναμη, τις ικανότητές του και τις παραγωγικές δυνατότητές του, τον χρόνου του, τη ζωή του στην τιμή του μισθού, ώστε να μπορεί να προμηθευτεί τα προς το ζην. Δεν τα λέω εγώ, ο Ένγκελς (Πηγή: https://marxists.info/archive/marx/works/1847/11/prin-com.htm).
Και η εμπορευματοποίηση αυτή της ανθρώπινης εργατικής δύναμης αποτελεί εμπορευματοποίηση του ίδιου του ανθρώπου, καθώς τι είναι ο άνθρωπος αν όχι η δραστηριότητά του; Αυτή η γενική εμπορευματοποίηση του εργαζόμενου και της εργαζόμενης έρχεται να συνδυαστεί με την ιδιαίτερη εμπορευματοποίηση της γυναίκας στους κλάδους που ήδη αναφέρθηκαν. Και, αν τελικά συνδυαστεί με την παρατήρηση ότι οι γυναίκες στους κλάδους αυτούς τείνουν να είναι διάσημες και ως εμπορεύματα να διαφημίζονται, καταλήγουν να διαφημίζονται ως εμπορεύματα, να διαφημίζεται η γυναικεία φύση τους ως εμπορευματοποιημένη φύση τους, να διαφημίζεται η φύση τους ως εμπόρευμα και τελικά να διαφημίζεται η γυναικεία φύση ως εμπόρευμα.
Ο τελευταίος τρόπος που εμπορευματοποιείται η γυναίκα είναι η πατριαρχία – αλλά όχι καθαυτή. Άλλωστε, η πατριαρχία καθαυτή προβάλλεται ως «γυναίκα-κουζίνα» και όλα τα υπόλοιπα κοινωνικά φαινόμενα που υποβαθμίζουν τη γυναίκα απέναντι στον άνδρα. Στην πραγματικότητα, όμως, η πατριαρχία υπήρχε χιλιάδες χρόνια πριν και εκφραζόταν αρκετά διαφορετικά απ’ ό,τι σήμερα· αυτό, βέβαια, μας επιτρέπει να δούμε την ουσία της βρίσκοντας τα κοινά μεταξύ των διαφορετικών εκφράσεων.
Είναι γενικά αποδεκτό ότι στις πρώτες ανθρώπινες κοινωνίες δεν υπήρχε κάποια διάκριση ανάμεσα στον άνδρα και τη γυναίκα. Θαρρώ πως οι εικασίες ότι η κοινωνίες ήταν τάχα «μητριαρχικές», οι οποίες βασίζονται είτε σε Μινωικά αγαλματίδια ή την κοινωνική συμπεριφορά των Μπονόμπο, ή -πιο σοβαρά- σε ορισμένες πραγματικές και παρατηρητές ανθρώπινες κοινότητες, είναι μεν μία προσπάθεια κατάρριψης της πατριαρχίας, αλλά προβληματική για τον εξής λόγο: τείνει να παρουσιάσει την πατριαρχία ως το αντίστροφο του φυσιολογικού, του σωστού, του παρελθόντος και τελικά να παρουσιάσει το αντίστροφο της πατριαρχίας ως το φυσιολογικό, το σωστό και το μέλλον – το αντίστροφο φυσικά είναι η μητριαρχία, μία αντιστροφή της σημερινής σχέσης εξουσίας ανδρός-γυναικός. Ήτοι, παρουσιάζει ως ιδανικό την αντιστροφή μίας υποθετικής αντιστροφής, μόνο που το ιδανικό θα ήταν η απαλοιφή των σχέσεων εξουσίας (μεταξύ των βιολογικών φύλων), η κατάλυση μίας αφύσικης, απάνθρωπης επιπρόσθετης σχέσης που θέτει τον έναν άνθρωπο πάνω από τον άλλον.
Πώς, όμως, προέκυψε αυτή η σχέση; Όπως και κάθε σχέση εξουσίας, αυτή προέκυψε με τον σταδιακό καταμερισμό της εργασίας, ο οποίος χώρισε τους ανθρώπους ανάλογα με τον ρόλο τους πλέον εντός της κοινωνίας και σταδιακά οδήγησε, μεταξύ άλλων, στην ταξική διαστρωμάτωση της κοινωνίας.
Η αγροτική επανάσταση, η οποία προέκυψε γύρω στο 10.000 π.Χ., επέφερε δύο μεγάλες αλλαγές: η πρώτη ήταν ένας εκ νέου καταμερισμός της εργασίας -θεωρείται ότι ο άνδρας ήταν παλαιότερα κυνηγός και η γυναίκα συλλέκτης, δύο ρόλοι διαφορετικοί, αλλά ισάξιοι, καθώς προσέφεραν εξίσου θεμελιώδη προϊόντα- η γεωργία και η κτηνοτροφία κατέστησε τον άνδρα ως μόνο, ή τουλάχιστον κύριο, πάροχο τροφής, υποβαθμίζοντας τη γυναίκα στην παραγωγή δευτερευόντων προϊόντων, τη δευτερεύουσα παραγωγή, τη δευτερεύουσα θέση στην κοινωνία, τη θέση του δευτερεύοντος ανθρώπου (αυτή είναι και η ρίζα της παραδοσιακής πυρηνικής οικογένειας, όπου ο πατέρας δουλεύει και η γυναίκα φροντίζει το σπίτι και την οικογένεια). Η δεύτερη ήταν η εισαγωγή της ιδιοκτησίας: αρχικά η γη άνηκε σε αυτόν που την καλλιεργούσε, οπότε και οι καρποί αυτής, αλλά και τα ζώα σε αυτόν που τα εξέτρεφε, αλλά και το σπίτι σε αυτόν που το έκτισε, και τελικά η γυναίκα σε αυτόν που τη συντηρεί –αρχικά ο πατέρας, τελικά ο σύζυγος– ώστε τελικά να κληροδοτηθούν σε γιο, καθώς αυτός θα μπορέσει να καλλιεργήσει τη γη και να εκθρέψει τα ζώα κ.ο.κ.. Έτσι, προέκυψε αφενός ο ρόλος της γυναίκας ως γεννητομηχανή, ως μέσο παραγωγής ανθρώπων (αντίληψη που διατηρείται έως σήμερα, π.χ. με το επίδομα γέννησης) και αφετέρου ως ιδιοκτησία, με το ένα να ενισχύει το άλλο.
Η πατριαρχία, λοιπόν, αποτελεί προϊόν του καταμερισμού εργασίας και συνίσταται στην αντίληψη της γυναίκας ως δευτερεύοντα άνθρωπο και τελικά ιδιοκτησία, και γαρ πάσα έκφραση αυτής μπορεί να αναχθεί στην αντίληψη αυτή. Προϊόν του καταμερισμού εργασίας είναι, ωστόσο, και ο καπιταλισμός – σε ένα πολύ πιο προχωρημένο στάδιο, βέβαια, αλλά γεννάται η απορία, πώς επηρέασε ο καπιταλισμός την πατριαρχία; Η απάντηση είναι κάπως αντιφατική: αφενός την κατέλυσε, αφετέρου την ενίσχυσε.
Η άνοδος της αστικής τάξης με την ολοένα και αυξανόμενη συσσώρευση κεφαλαίου δημιούργησε και την τάξη των προλετάριων, των ανθρώπων που εργάζονται έναντι μισθού. Αυτές οι τάξεις αποτελούν και τις βασικές τάξεις στον καπιταλισμό, ο οποίος επικράτησε με τη βιομηχανική επανάσταση και δημιούργησε μια σειρά συνθηκών που ο Ένγκελς περιέγραψε στο «H κατάσταση της εργατικής τάξης στην Αγγλία» (το οποίο πάντα αποκαλώ «Οι συνθήκες […]»), συνθήκες κυριολεκτικά απάνθρωπες, αλλά στο παρόν μας ενδιαφέρουν οι αναφορές στη θέση της γυναίκας.
Συγκεκριμένα, λόγω του χαμηλότερου μισθού που πληρώνονταν, για ολοένα και περισσότερες δουλειές, ήταν προτιμότερες οι γυναίκες (και τα παιδιά). (Πηγή: https://marxists.info/archive/marx/works/1845/condition-working-class/ch08.htm). Πέραν από την εκμετάλλευση που συνεπάγονται οι χαμηλότεροι μισθοί, όπως ισχύουν και σήμερα, άλλωστε, οι συνέπειες αυτής της προτίμησης ήταν η διάλυση ή αντιστροφή της πατριαρχικής σχέσης στο πλαίσιο της οικογένειας, όπου πολλές οικογένειες είχαν πλέον τη γυναίκα να εργάζεται και να φέρνει το εισόδημα και τον άνδρα άνεργο ή σπιτονοικοκύρη. Αυτό ο Ένγκελς το αποδέχεται ως αφύσικο, συμπεραίνοντες όμως ότι «αν η κυριαρχία της γυναίκας επί του συζύγου της, όπως την επιφέρει αναπόφευκτα το βιομηχανικό σύστημα, είναι απάνθρωπη, τότε και η προηγούμενη κυριαρχία του άνδρα επί της συζύγου του πρέπει να ήταν επίσης απάνθρωπη» και «αν η οικογένεια της παρούσας κοινωνίας διαλύεται τοιουτοτρόπως, αυτή η διάλυση απλώς δείχνει πως, στο κάτω-κάτω, αυτό που έδενε αυτήν την οικογένεια δεν ήταν η οικογενειακή στοργή, αλλά το ιδιωτικό συμφέρον κρυμμένο υπό του μανδύα τις προσποιηθείσας κοινότητας της ιδιοκτησίας». Συνεπώς, ότι και η πατριαρχία είναι αφύσικη.
Από την άλλη, όμως, περιγράφεται και η σχέση ιδιοκτησίας ανάμεσα στον εργοδότη και την εργαζόμενη ή και τη σύζυγο του εργαζόμενου, πέραν της εξαγορασμένης εργατικής δύναμης, του εξαγορασμένου χρόνου, του εξαγορασμένου ανθρώπου, με το «δικαίωμα» του εργοδότη πάνω στα σώματα των γυναικών αυτών, ακόμα και το «δίκαιο της πρώτης νύκτας». Αυτό, μάλιστα, είναι πιο έντονο όταν δεν πρόκειται για την εργαζόμενή του, καθώς μιλάμε για το «δικαίωμα» στο σώμα της γυναίκας του εργαζομένου του, δύο γενικές πτώσεις, δύο προσδιορισμοί ιδιοκτησίας, ήτοι τη σχέση ιδιοκτησίας άνδρα-γυναίκας.
Από εκεί και πέρα, το γεγονός ότι δούλευαν οι γυναίκες, μαζί με όσα αυτό συνεπάγεται, δεν ήταν κοινωνικά αποδεκτό μέχρι και τους παγκόσμιους πολέμους, και η εργασία ως αποδεκτός πια μοχλός χειραφέτησης της γυναίκας (αλλά μονάχα από την πατριαρχία) δεν εμφανίστηκε παρά μόνο στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα. Παρόμοια πορεία ακολούθησε και η γυναικεία ψήφος, η οποία δεν επετράπη όταν το δικαίωμα ψήφου αποσυνδέθηκε από την προϋπόθεση ιδιοκτησίας: μπορούσες πια να ψηφίσεις και χωρίς να έχεις ιδιοκτησία, αλλά δε αν είσαι ιδιοκτησία! Μόλις στον 20ό αιώνα απέκτησαν οι γυναίκες δικαίωμα ψήφου (στην Ελλάδα δε το 1952), και μέχρι τότε ήταν υπό την εξουσία του άνδρα που ψήφιζε για αυτές και αποφάσιζε για αυτές.
Αλλά τώρα οι γυναίκες δουλεύουν ελεύθερα και δεν έχουν τις συνθήκες του 1844, ψηφίζουν, είναι χειραφετημένες και αποφασίζουν για τον εαυτό τους! Ή, μάλλον, χειραφετήθηκαν (τάχα) από την πατριαρχία, ώστε να δεσμευτούν ολοκληρωτικά από τον καπιταλισμό. Εκτός από όσα περιγράφησαν νωρίτερα, ο καπιταλισμός προσφέρει στη γυναίκα χαμηλότερους μισθούς, σεξουαλική παρενόχληση, κάθε μορφής εκμετάλλευση και τελικά την ίδια την πατριαρχία, την οποία ασκεί πλέον ο εργοδότης, η αστική τάξη, και όχι ο πατέρας ή ο σύζυγος. Από ιδιοκτησία ενός άνδρα γίνεται ιδιοκτησία μιας ολόκληρης τάξης, ενώ μάλιστα ο ένας άνδρας δεν είναι έτοιμος να την αποβάλλει. Για αυτό, άλλωστε, τα πρότυπα ομορφιάς είναι αυτά που είναι, για αυτό η Αφροδίτη Λατινοπούλου επικεντρώνεται στο άσχημο, για αυτό οι αγγελίες στα μαγαζιά ζητούν «Κοπέλα για μπουφέ», «Πωλήτρια» κ.ο.κ., ήτοι γυναίκες συγκεκριμένα: γιατί, όπως και στην τέχνη, το επάγγελμα της γυναίκας τελικά καταδικάζεται να βασίζεται στην εμφάνιση και το σώμα της, δείχνοντας ότι όταν πουλάει την εργατική της δύναμη, συνεχίζει να «πουλάει» την εμφάνιση αυτή, τον εαυτό της, να εμπορευματοποιείται, ενώ παράλληλα με μία ωραία κοπέλα στο μαγαζί ο εργοδότης ελπίζει αφενός να «μπανίζει» και αφετέρου να τραβήξει πελάτες, ήτοι χρησιμοποιεί την εργαζόμενη ως διαφήμιση αλλά και ως κάτι συμπληρωματικό του εμπορεύματος, ήτοι ως συμπληρωματικό εμπόρευμα.
Άλλωστε, χαρακτηριστικό του καπιταλισμού είναι η εμπορευματοποίηση των πάντων, η απελευθέρωση της αγοράς, ήτοι της ιδιοκτησίας, η οποία επίσης εμπορευματοποιείται. Ώστε, τελικά, όσο η γυναίκα αποτελεί ακόμα ιδιοκτησία, είναι αναπόφευκτο να εμπορευματοποιηθεί. Για αυτό οι εκπομπές και τα περιοδικά που απευθύνονται στις γυναίκες δεν προωθούν τα μηνύματα «πώς να είσαι εσύ», «πώς να αρέσεις στον εαυτό σου», πώς δηλαδή οι γυναίκες αυτές θα αποτελέσουν πράγματι ελεύθερους ανθρώπους, αλλά «πώς θα αρέσεις στους άνδρες», ξανά και ξανά και ξανά και ξανά. Είναι ουν μεγάλο κεκτημένο των γυναικών ότι έχουν οικειοποιηθεί τη μόδα, την ένδυση και τα προϊόντα ομορφιάς ως μέσο για τη δική τους ικανοποίηση, για να αρέσουν στους εαυτούς τους. Για αυτό υπάρχουν, άλλωστε, οι αντιδράσεις αυτών που τα θεωρούν μέσα για να αρέσεις στους άλλους και βγάζουν δίλεπτα βίντεο «κράζοντας».
Και «κράζοντας» σου λένε να μη δείχνεις τις «ατέλειες» – να μη δείχνεις το «ελαττωματικό προϊόν». Γιατί πώς θα αρέσεις με τις «ατέλειες» ή, μάλλον, ποιος θα αγόραζε ένα ελαττωματικό προϊόν; Κι έτσι τα πρότυπα ομορφιάς και η προώθησή τους τελικά δεν είναι (μόνο) για να αγοράζουν οι γυναίκες, αλλά για να πωλούν, να πωλούν τον ίδιο τους τον εαυτό.
Η απάντηση σε κάτι τέτοιο δεν μπορεί να είναι μία απάντηση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, δεν μπορεί να είναι μία υπερηφάνεια για τις «ατέλειες» – πρέπει να είναι μία άρνηση της «ατέλειας», καθώς οι «ατελείς» γυναίκες δεν είναι ελαττωματικά προϊόντα, δεν είναι ατελείς γυναίκες!
Η απάντηση στις δηλώσεις της Λατινοπούλου πρέπει να είναι η απάντηση σε όσα την προκαλούν και η απάντηση σε όσα πρεσβεύει. Απάντηση στην πατριαρχία, απάντηση στην εμπορευματοποίηση, απάντηση στον καπιταλισμό. Πρέπει να είναι η ανατροπή όλων των σχέσεων στις οποίες ο άνθρωπος υποβαθμίζεται, υποδουλώνεται, εγκαταλείπεται, ταπεινώνεται. Πρέπει να είναι η άρνηση της εμπορευματοποίησης, της γυναίκας ως εμπόρευμα, της γυναίκας ως ιδιοκτησία, την οποία προσπαθούν να προωθήσουν και να διατηρήσουν αυτές οι κοινωνικές δομές, αυτές οι σχέσεις. Πρέπει να είναι η απομόνωση όσων ατόμων και πολιτικών χώρων τις εκφράζουν.
Και τελικά έγραψα πολλά, και ακόμα δεν μπήκα στις σκοτεινότερες πτυχές της Αφροδίτης, οι οποίες με κινητοποίησαν να γράψω αυτό το άρθρο, και οι οποίες μετατίθενται για παρτ3…
Υ.Γ. Υπόσχομαι στον εαυτό μου ότι μετά το τέλος της εξεταστικής θα διαβάσω το «Η προέλευση της Οικογένειας, της Ιδιωτικής Ιδιοκτησίας και του Κράτους» του Ένγκελς. Συνεπώς, ενδέχεται μία απάντηση στον εαυτό μου, ως παρτ4, στα τέλη του Ιουλίου.