Αμερικανικές εκλογές 2024: Οι σημαντικότερες της ζωής τους;

Αμερικανικές εκλογές 2024: Οι σημαντικότερες της ζωής τους;

Του Στέφανου Φραγκόπουλου, εξωτερικού μας συνεργάτη

Την επόμενη Τρίτη στις 5 Νοεμβρίου η προεκλογική περίοδος στις ΗΠΑ θα ολοκληρωθεί, καθώς οι Αμερικανοί ψηφοφόροι θα προσέλθουν στις κάλπες για να εκλέξουν νέο Πρόεδρο. Μία προεκλογική περίοδος έντονη και ανατρεπτική: από τις δικαστικές περιπέτειες του πρώην Προέδρου και νυν υποψηφίου Trump και τις εύλογες αμφιβολίες για την πνευματική διαύγεια του Προέδρου Biden, στην αντικατάστασή του ως υποψηφίου  με συνοπτικές διαδικασίες από την Αντιπρόεδρο Kamala Harris. Είθισται πριν από κάθε εκλογική αναμέτρηση οι υποψήφιοι, απευθυνόμενοι στο εκλογικό σώμα, να τονίζουν το διακύβευμα της εκλογικής αναμέτρησης, χαρακτηρίζοντάς την ως «τη σημαντικότερη της ζωής τους». Πράγματι, ο νέος Πρόεδρος θα κληθεί αφενός να αντιμετωπίσει θέματα πολύ σημαντικά για την καθημερινότητα των πολιτών, όπως το αυξανόμενο κόστος ζωής, την εγκληματικότητα και την προστασία των συνόρων, αφετέρου να διαχειριστεί τους πολέμους που μαίνονται σε Ευρώπη και Μέση Ανατολή, αποτρέποντας περαιτέρω κλιμάκωσή τους και ενδεχομένως επιτυγχάνοντας τη λήξη τους.

Παράλληλα με την προεδρική εκλογή θα λάβουν χώρα και εκλογές για την ανάδειξη του Κογκρέσου, δηλαδή της Βουλής των Αντιπροσώπων και της Γερουσίας. Ποια παράταξη θα ελέγχει τη Γερουσία ειδικότερα είναι κατά τη γνώμη μας ακόμη σημαντικότερο διακύβευμα, λόγω τόσο του ρόλου της εντός της θεσμικής αρχιτεκτονικής των ΗΠΑ όσο και των τρεχουσών πολιτικών συγκυριών. 

Στις ΗΠΑ ισχύει το μοντέλο της αυστηρής διάκρισης των εξουσιών, ο πρόεδρος δεν επηρεάζει τυπικά τη σύνθεση του Κογκρέσου ούτε αποτελεί μέλος του, όπως αντίθετα συμβαίνει στο κοινοβουλευτικό σύστημα διακυβέρνησης. Για να υλοποιήσει την πολιτική του χρειάζεται οπωσδήποτε σε ένα από τα δύο σώματα την πλειοψηφία. Ο τελευταίος Πρόεδρος που εξελέγη δίχως το κόμμα του να διαθέτει την πλειοψηφία στη Γερουσία ήταν ο George H.W. Bush το μακρινό 1988. Έκτοτε το κόμμα με το οποίο εξελέγη ο Πρόεδρος κατέκτησε κάθε φορά την πλειοψηφία και στη Γερουσία.

Πλην του νομοθετικού έργου, η Γερουσία διαθέτει και μία σειρά από άλλες-ιδιαίτερα σημαντικές- αρμοδιότητες: εγκρίνει τους Υπουργούς της Κυβέρνησης, αποφασίζει από κοινού με τη Βουλή για την οικονομική και στρατιωτική στήριξη συμμάχων και τρίτων κρατών (ύψιστης σημασίας υπό τις δεδομένες συνθήκες), αποφαίνεται για τυχόν καθαίρεση του Προέδρου (impeachment) και εγκρίνει τα μέλη του Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ. Ειδικά οι διορισμοί δικαστών είναι κομβικής σημασίας, υπό το πρίσμα και της πρόσφατης νομολογίας του Ανώτατου Δικαστηρίου που έκρινε για ζητήματα όπως οι αμβλώσεις και η έκταση της προεδρικής ασυλίας. Οι συντηρητικοί διαθέτουν ισχυρή πλειοψηφία 6-3 (τα μέλη είναι συνολικά εννέα), με τρεις συντηρητικούς δικαστές να έχουν διοριστεί από τον Trump κατά τη διάρκεια της θητείας του, ύστερα από έγκριση της Γερουσίας.

Πρόσθετοι παράγοντες που αναδεικνύουν το διακύβευμα των εκλογών είναι το πολιτικό περιβάλλον και ο εκλογικός χάρτης. Οι Δημοκρατικοί αυτήν τη στιγμή διαθέτουν πλειοψηφία 51-49, υπερασπίζονται όμως 23 θέσεις έναντι μόλις 11 των Ρεπουμπλικάνων. Η διατήρηση της πλειοψηφίας θα ισοδυναμεί με μικρό θαύμα, διότι τρεις γερουσιαστές των Δημοκρατικών διεκδικούν την επανεκλογή τους σε Πολιτείες που ο Trump κέρδισε με σημαντική διαφορά το 2016 και το 2020: West Virginia (42 και 40 μονάδες αντίστοιχα), Montana (20 και 16 μονάδες αντίστοιχα) και Ohio ( 8 μονάδες και στις δύο εκλογές). Οι δύο πρώτες κατά πάσα πιθανότητα θα εκλέξουν ρεπουμπλικάνο γερουσιαστή, ενώ στο Ohio ο δημοκρατικός Sherrod Brown έχει το δύσκολο έργο να πείσει έναν υπολογίσιμο αριθμό ψηφοφόρων του Trump να στηρίξουν τον ίδιο αντί του ρεπουμπλικάνου ανθυποψηφίου του. Η συντηρητική εκτίμηση λοιπόν είναι 52-48 υπέρ των Ρεπουμπλικάνων, ακόμη κι αν η Harris καταφέρει να κερδίσει την προεδρία. 

Εάν όμως ο Trump έχει μια ιδιαίτερα καλή εκλογική βραδιά και κερδίσει τις κρίσιμες Πολιτείες Michigan, Pennsylvania και Wisconsin στις οποίες διεξάγεται ταυτόχρονα και εκλογή γερουσιαστή, τότε οι αριθμητικοί συσχετισμοί ίσως διαμορφωθούν διαφορετικά. Το πιθανότερο είναι -εάν νικήσει ο Trump- να επικρατήσει ο εκάστοτε ρεπουμπλικάνος υποψήφιος, καθώς το φαινόμενο των split-ticket voters (ψηφοφόρων που επιλέγουν στο ίδιο ψηφοδέλτιο πρόεδρο από το ένα κόμμα και γερουσιαστή από το άλλο) βρίσκεται σε ιστορικό χαμηλό εξαιτίας της πόλωσης που επικρατεί πλέον στο πολιτικό σκηνικό των ΗΠΑ. Στις 69 αναμετρήσεις του 2016 και του 2020, μόνο σε μία η ίδια Πολιτεία ψήφισε για πρόεδρο από το ένα κόμμα και εξέλεξε συνάμα γερουσιαστή από το άλλο (οι ψηφοφόροι του Maine ψήφισαν για πρόεδρο τον Biden, ενώ για γερουσιαστή την μετριοπαθή ρεπουμπλικανή Susan Collins). Σε αυτό το υποθετικό σενάριο η ισορροπία δυνάμεων έχει ως εξής: 55 Ρεπουμπλικάνοι-45 Δημοκρατικοί. Από τη στιγμή που η θητεία των γερουσιαστών είναι 6ετής και ο εκλογικός χάρτης δεν θα είναι τόσο μονόπλευρος κατά τους αμέσως επόμενους εκλογικούς κύκλους, η κατανομή των δυνάμεων θα είναι η ίδια μέχρι και το 2030. Διάστημα που καταλαμβάνει όχι μόνο ολόκληρη τη θητεία του Προέδρου που θα εκλεγεί τώρα, αλλά και τη μισή εκείνου που θα εκλεγεί το 2028!! 

Βάσει αυτών των δεδομένων και λαμβάνοντας υπόψη την βαρύτητα των αρμοδιοτήτων του θεσμού, ας μην έχουμε τον νου μας μόνο στην προεδρική κούρσα. Η Γερουσία είναι εξίσου -αν όχι περισσότερο- σημαντική για τον σχεδιασμό και την υλοποίηση τόσο της εσωτερικής όσο και της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ. Το διακύβευμα αυτών των εκλογών είναι πράγματι πολύ υψηλό.

+ posts