Του εξωτερικού μας συνεργάτη, Στέφανου Φραγκόπουλου
Στις ευρωεκλογές της 9ης Ιούνιου παρατηρήθηκε ένα κοινό μοτίβο στη συντριπτική πλειοψηφία των ευρωπαϊκών χωρών: η απόρριψη της άρχουσας ευρωπαϊκής ελίτ και των πολιτικών που αυτή πρεσβεύει. Η απόρριψη αυτή εκδηλώθηκε με διάφορες μορφές: άνοδος των εθνικολαϊκιστικών δυνάμεων σε Γαλλία, Ισπανία, Αυστρία και Ολλανδία, καταποντισμός των κομμάτων του κυβερνητικού συνασπισμού στη Γερμανία με την ακροδεξιά να ανέρχεται δεύτερη και παγίωση των συντηρητικών δυνάμεων σε Ιταλία και Πολωνία.
Στην Ελλάδα το φαινόμενο αυτό παρατηρείται μεν σε συμβολικό επίπεδο, καθώς τα κόμματα δεξιότερα της Νέας Δημοκρατίας έλαβαν αθροιστικά 18%, όμως με μια πιο προσεκτική ματιά οι απόλυτοι αριθμοί δείχνουν άλλη εικόνα: οι ψήφοι της Ελληνικής Λύσης, της Νίκης και της Φωνής Λογικής, σε σχέση με το 2023, αυξήθηκαν κατά περίπου 200.000, αύξηση που αν συνυπολογίσει κανείς και την αποχή δεν είναι τόσο εντυπωσιακή. Κίνδυνος για τη χώρα μας δεν ελλοχεύει από τα κόμματα αυτά, τα οποία άλλωστε δεν επιβουλεύονται τη μεταπολιτευτική δημοκρατική συνθήκη, δεν αμφισβητούν σε γενικές γραμμές τον ευρωπαϊκό και ευρω-ατλαντικό προσανατολισμό της χώρας ούτε μετέρχονται βίας-τραμπουκισμών για την άσκηση πολιτικής. Η ακροδεξιά και ο φασισμός, εκφραστής των οποίων ήταν η Χρυσή Αυγή, καταδικάστηκαν τόσο πολιτικά όσο και ποινικά.
Ωστόσο, η αυξημένη σε επίπεδα ρεκόρ αποχή και τα μειωμένα ποσοστά των τριών κομμάτων που πρωταγωνιστούν ενδέχεται να θρέψουν ένα άλλο φαινόμενο από το οποίο η χώρα μας υπέφερε την περασμένη δεκαετία: τον αντισυστημισμό. Οι δύο συνισταμένες, που ίσως μας οδηγήσουν προς τα εκεί είναι αφενός η έλλειψη κραταιού δικομματισμού και αφετέρου η ανεπάρκεια-μετριότητα του κυρίαρχου κόμματος εξουσίας.
Σε ό,τι αφορά τον δικομματισμό, παρά τις όποιες εκπτώσεις του για το γνήσιο αντιπροσωπευτικό σύστημα και τον πολιτικό πλουραλισμό, δεν υπάρχει αμφιβολία πως πρόκειται για το κατεξοχήν πολιτικό-κομματικό σύστημα που συνεπάγεται τη σταθερότητα. Και αυτό χάρη στην ικανότητα των εκάστοτε δύο κυρίαρχων παρατάξεων να απορροφούν τους κραδασμούς, να προσαρμόζονται στις απαιτήσεις των καιρών, να ανανεώνονται ιδεολογικά και να ενσωματώνουν στους κόλπους τους μικρότερες φωνές. Μέχρι την κρίση του 2010 τόσο το ΠΑΣΟΚ όσο και η ΝΔ εμφάνισαν αυτά τα χαρακτηριστικά, καλύπτοντας το φάσμα από την προοδευτική αριστερά μέχρι το εκσυγχρονιστικό κέντρο το πρώτο και από το φιλελεύθερο κέντρο μέχρι την εθνική δεξιά η δεύτερη. Το σημαντικότερο βέβαια προτέρημα του δικομματισμού είναι η προοπτική κυβερνητικής εναλλακτικής που προσφέρει στους εκλογείς σε κάθε εκλογικό κύκλο. Το 2019, ύστερα από μία περίοδο κατακερματισμού των πολιτικών δυνάμεων και ετερόκλητων συμμαχιών, η χώρα φάνηκε να επανέρχεται σε έναν γνήσιο δικομματισμό (με τη ΝΔ στο 40% και τον ΣΥΡΙΖΑ στο 32%). Η κατάρρευση όμως του ΣΥΡΙΖΑ στις διπλές εκλογές του 2023 έδωσε πρόωρο τέλος σε αυτήν την «ομαλότητα», καθιστώντας τη ΝΔ υπό τον Κυριάκο Μητσοτάκη κυρίαρχο κόμμα.
Μέχρι σήμερα, η δεύτερη κυβερνητική θητεία, αντί να αποτελέσει συνέχεια της -έστω ήπιας- μεταρρυθμιστικής προσπάθειας της πρώτης τετραετίας, έχει στιγματιστεί από αποτυχίες σε κρίσιμους τομείς (ακρίβεια, δημόσια ασφάλεια), από αντιθεσμικές συμπεριφορές (πχ η σύγκρουση της κυβέρνησης με τις Ανεξάρτητες Αρχές) και γενικότερα χαρακτηρίζεται από μία διαχειριστική προσέγγιση που σηματοδοτεί αδιαφορία για την καθημερινότητα και τα προβλήματα των πολιτών. Ορισμένες μάλιστα πρωτοβουλίες σε νομοθετικό επίπεδο ήταν άνευ λογικής: στην οικονομία ο νόμος για τη φορολόγηση των ελεύθερων επαγγελματιών με το σύστημα των τεκμηρίων, ένα άδικο και αντιαναπτυξιακό μέτρο (δεν θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν περαιτέρω τα ψηφιακά εργαλεία στην καταπολέμηση της φοροδιαφυγής;).
Σε κοινωνικό επίπεδο ο γάμος των ομόφυλων ζευγαριών, νόμος που δίχασε την ελληνική κοινωνία, ενώ τα περισσότερα ζητήματα ήδη ρυθμίζονταν με το σύμφωνο συμβίωσης και λοιπές εκκρεμότητες μπορούσαν να αντιμετωπιστούν με νομοτεχνικές παρεμβάσεις. Στο πεδίο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ο νόμος για τα μη κρατικά πανεπιστήμια, αμφίβολης συνταγματικότητας, με επακόλουθο τις καταλήψεις και την παράλυση του πανεπιστημιακού βίου, με την κυβέρνηση ανήμπορη να αντιδράσει. Στο σημείο αυτό εντοπίζεται η δεύτερη συνισταμένη του προβλήματος: η απουσία πολιτικής εναλλακτικής και η ασυδοσία-αλαζονεία που αυτή επιφέρει στο κυρίαρχο κόμμα .
Οι ανωτέρω πρωτοβουλίες ήταν συνέπεια της προσπάθειας του πρωθυπουργού να ικανοποιήσει όλες τις κοινωνικές ομάδες που έδωσαν στο κόμμα του 41%, ισορροπώντας ανάμεσα στην παραδοσιακή βάση του κόμματος και σε νέα κοινά ως τις παρυφές της κεντροαριστεράς. Δύσκολη άσκηση ισορροπίας. Το αποτέλεσμα; Η απώλεια σχεδόν 1 εκ. ψηφοφόρων και η πτώση στο 28%. Ο πρωθυπουργός έπεσε θύμα της ίδιας του της επιτυχίας. «Victory has defeated you» θα μπορούσε να του απευθύνει κάποιος από τους συμβούλους του. Οι δηλώσεις τόσο του ίδιου όσο και λοιπών κυβερνητικών στελεχών μετά το εκλογικό αποτέλεσμα δείχνουν πως δεν κατάλαβαν -ή δεν θέλουν να καταλάβουν- το μήνυμα. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η επιμονή του υπουργού Οικονομικών να μην δέχεται τη μείωση του ΦΠΑ σε βασικά αγαθά. Είναι παράδοξο πάντως να μην αντέχει δημοσιονομικά τη μείωση του ΦΠΑ η Ελλάδα της επενδυτικής βαθμίδας ενώ την άντεχε την περίοδο των μνημονίων, επί συγκυβέρνησης Σαμαρά-Βενιζέλου.
Η αποχή αποτελεί ένδειξη της έντονης δυσαρέσκειας του Έλληνα ψηφοφόρου για τις επιλογές που του προσφέρει το πολιτικό σύστημα. Για την ώρα δεν έχει επέλθει η ριζοσπαστικοποίηση του εκλογικού σώματος που παρατηρείται σε άλλες χώρες, όπως στη Γαλλία και στη Γερμανία. Η δυσαρέσκεια όμως εύκολα μπορεί να εξελιχθεί σε οργή, και να καλλιεργηθεί πρόσφορο έδαφος για κατακερματισμό των πολιτικών δυνάμεων. Δυστυχώς δεν φαίνεται να υπάρχουν ηγεσίες ικανές να αντιμετωπίσουν ενδεχόμενη αστάθεια και συνακόλουθα, τυχόν νέο αδιέξοδο.