«Glück»: ευτυχία ή ευφορία;

Της Ανδρομάχης Αρβανίτη, πρώην συντάκτριάς μας

Ημερολόγιο Καραντίνας

Ημέρα 7η

Όπως όλοι, έτσι και εγώ, κάθομαι σπίτι. Αυτές τις μέρες, μεταξύ άλλων, επιδιώκω να είμαι, ως επί το πλείστον, πιο παραγωγική, προκειμένου να αποκτώ κάπως την αίσθηση πως τον χρόνο που διαθέτω σε αυτή τη ζωή, τον αδράζω δίχως να αναλώνομαι σε ευτελείς δραστηριότητες. Για να είμαστε ειλικρινείς, αυτό δεν συμβαίνει πάντα. Όσον αφορά τη σημερινή ημέρα, τον στόχο μου, υποθέτω, τον υλοποίησα στο πλαίσιο του μαθήματος γερμανικών που έκανα με την καθηγήτριά μου μέσω τηλεδιάσκεψης. Στην πραγματικότητα, βρέθηκα σε πολύ μεγάλο πειρασμό να το ακυρώσω, αλλά τελευταία στιγμή αποφάσισα να μη λιποτακτήσω – και για αυτήν την απόφαση χαίρομαι πολύ.

Χαίρομαι-Χαρά-Ευτυχία

Εδώ και καιρό, γνωρίζω πως η λέξη «ευτυχία» στα γερμανικά μεταφράζεται ως ««Glück»». Στο σημερινό μάθημα όμως, ήρθα σε επαφή για πρώτη φορά με την ετυμολογική της προέλευση, την οποία θεώρησα άξια περαιτέρω επεξεργασίας. Συγκεκριμένα, λοιπόν, η ρίζα της λέξης συναντάται στον Μεσαίωνα ως «Gelucke». Για όσους δεν γνωρίζουν γερμανικά, καλό θα ήταν να αποσαφηνίσουμε πως η λέξη «Lucke» σημαίνει κενό, με τη λέξη «Gelucke»  να αναφέρεται στα «geschlossene Lücke» – σε ελεύθερη μετάφραση, στα «καλυμμένα κενά». Με αυτόν τον τρόπο, η σύγχρονη μορφή της υποδηλώνει μια κατάσταση στην οποία το άτομο έχει καλύψει τις ελλείψεις του και έχει κατακτήσει, έτσι, την πολυπόθητη «ευδαιμονία».  

Ο δρόμος είναι εξίσου σημαντικός με τον τελικό προορισμό, σωστά;

Κυνική αντίληψη, αλλά πολλές φορές, τα μέσα που χρησιμοποιούνται για το «γέμισμά» μας δεν μας οδηγούν πάντοτε σε μια πραγματική, αυθεντική μορφή της ευτυχίας, μα σε μία ψευδαίσθηση. Αρκετά γενικευμένη σκέψη, για αυτό ας την κάνουμε λίγο πιο απτή: Σύνηθες φαινόμενο στις μέρες μας, στην ηλικία μας, αποτελεί μία έξοδος με την παρέα μας σε ένα μαγαζί με δυνατή μουσική, με τη συνοδεία άφθονου ποτού και άλλων ουσιών (το 1142 δεν μας πτοεί). Σαφώς, εκείνη την ώρα, οι περισσότεροι από εμάς απολαμβάνουμε ένα συναίσθημα ευφορίας, λίγο το κρασί, λίγο η μουσική, περνάμε όμορφα τέλος πάντων. Μπορούμε όμως μέσω αυτής της διαδικασίας να νιώσουμε πραγματικά ευτυχισμένοι; Εκείνη τη στιγμή, καλύπτουμε τα κενά μας ή τα σπρώχνουμε κάτω από ένα χαλί, για να μην πιάνουν πολύ χώρο στον συναισθηματικό μας κόσμο; Η ευφορία και η ευτυχία είναι δύο έννοιες διακριτές. Η πρώτη βραχύβια, ενώ η δεύτερη αναφέρεται σε μία κατάσταση διαρκείας. Χρήζει προβληματισμού για εμένα, πώς οι περισσότεροι από εμάς -σαφώς συγκαταλέγω και τον εαυτό μου σε αυτό το φαινόμενο- κυνηγώντας την ευτυχία, αρκούμαστε στην ευφορία. Θα έλεγα πως έχουμε συμβιβαστεί τόσο πολύ που πλέον δεν αντιλαμβανόμαστε τη διάκριση, καταλήγοντας, λοιπόν, να αναζητούμε το εφήμερο, δίχως να μας ανησυχεί η απουσία της ουσίας.

Απώτερος σκοπός μου δεν είναι να καταστήσω τον όρο «ευφορία» επαίσχυντο. Θα ήταν υποκριτικό, μιας και έχω ενδώσει πολλάκις σε αυτό το συναίσθημα, χωρίς να γίνεται απαραίτητα ένας τρόπος διαφυγής. Αποπειρώμαι, ωστόσο, να ατενίσω με κριτική σκοπιά συνήθειες που αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της φοιτητικής μου- μας- καθημερινότητας με στόχο να βρεθεί η χρυσή τομή, ανάμεσα στο παροδικό και το διαρκές, στο ανούσιο και το ουσιώδες, στην ευφορία και την ευτυχία. Τα πράγματα δεν κατατάσσονται αμιγώς σε άσπρα ή σε μαύρα και αναμφίβολα, χρειάζονται όλα τα χρώματα για τη διαμόρφωση μίας πλήρους ζωής. Παρόλα αυτά, συνιστάται, σχετικά με τη διαχείριση των κενών-ελλείψεών μας, να ακολουθούμε έναν δρόμο ολικής κάλυψης, με μέσα αυθεντικά· όχι μία εφήμερη επικάλυψή τους, με μέσα αυτοκαταστροφικά. Έτσι μόνο θα οδηγηθούμε στο «Glück».

«Ευτυχία είναι όταν αυτά που σκέφτεσαι, αυτά που λες και αυτά που κάνεις, βρίσκονται σε αρμονία».
Μαχάτμα Γκάντι, 1869-1948, Ινδός στοχαστής-ακτιβιστής
+ posts