Του Μιχάλη Κοττάκη, τελειόφοιτου στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών και Δημόσιας Διοίκησης (ΕΚΠΑ), παλαιού μέλους στον ΦΚ.
Παρατηρώντας την κρατική αντιμετώπιση των ζητημάτων εσωτερικής ασφάλειας, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι διαγράφεται λίγο-πολύ ένα συγκεκριμένο μοτίβο. Το κράτος, λοιπόν, έχει αναπτύξει εκ των πραγμάτων μια στρατηγική, σύμφωνα με την οποία έρχεται να αντιμετωπίσει, κάθε φορά, κατόπιν καταστροφής και κατασταλτικά κινδύνους, κρίσεις, φυσικές καταστροφές και έκτακτα περιστατικά. Μια στρατηγική που προβλέπει τη σχετική αδράνεια της πολιτείας, έως ότου αυτή εκτεθεί εσωτερικά και διεθνώς από το μέγεθος της ζημιάς που θα προκύψει, διαπράττοντας σοβαρά και αποφευκτέα σφάλματα.
Συγκεκριμένα, στη Θεσσαλία ο «Δανιήλ» άφησε πίσω του πλημμυρισμένο σημαντικό τμήμα του Θεσσαλικού Κάμπου. Ο λογαριασμός της καταστροφής δεν έχει ολοκληρωθεί, και ούτε πρόκειται, όσο οι έρευνες για τον εντοπισμό θυμάτων βρίσκονται εν εξελίξει και οι λάσπες δεν έχουν ακόμα υποχωρήσει. Τα αντιπλημμυρικά έργα που προϋπήρχαν στην περιοχή χρονολογούντο από την επαύριο της προηγούμενης κακοκαιρίας (αυτής του «Ιανού») κατά μείζονα λόγο και είχαν κατασκευαστεί με κριτήριο την έντασή του, εν είδει «μαθήματος» από εκείνη την πλημμύρα. Τουλάχιστον, έτσι δικαιολογήθηκε η ανεπάρκειά τους από τον Υπουργό Επικρατείας κ. Μάκη Βορίδη. Βέβαια, στην όλη προσέγγιση του κρατικού μηχανισμού αγνοήθηκε ο ευρέως γνωστός και μόνος κανόνας που δεν αλλάζει κατά την εξέλιξη του φαινομένου της κλιματικής αλλαγής. Ότι τα καιρικά φαινόμενα γίνονται ολοένα και πιο ισχυρά, και ότι κάθε κακοκαιρία ανανεώνει την έννοια του «πρωτοφανούς».
Στο μέτωπο των πυρκαγιών, έγιναν στάχτη πάνω από 1,5 εκατομμύρια στρέμματα, αφήνοντας πίσω τους ανυπολόγιστη ζημιά. Και αυτό, μόνο και μόνο για να καταλήξουμε σε γενικές γραμμές εκ νέου στο ίδιο συμπέρασμα που είχαμε καταλήξει μετά από την προηγούμενη μεγάλη πυροκαταστροφή του 2021: ότι η πρόληψη στο πεδίο της αντιπυρικής προστασίας είναι η πρώτη προτεραιότητα και έπεται αυτής η καταστολή. Δηλαδή, στα γραφόμενα της έκθεσης Γκολντάμερ, η οποία ανεμιζόταν επιδεικτικά σα βεντάλια στο βήμα της Βουλής την επομένη των πυρκαγιών σε Εύβοια και την Αττική το 2021.
Το ίδιο μοτίβο παρατηρήθηκε και στην περίπτωση του Μιχάλη Κατσουρή, που δολοφονήθηκε άγρια από Κροάτες οπαδούς, ελλείψει αντίδρασης της αστυνομίας στην εγνωσμένη επερχόμενη ορδή των νεοναζί οπαδών στη Νέα Φιλαδέλφεια. Η αστυνομία κινητοποιήθηκε μονάχα κατόπιν εορτής, ώστε να αποφευχθούν επεισόδια την επαύριο της δολοφονίας.
Στην ίδια κατηγορία εμπίπτουν και τα Τέμπη, όπου παρά τις πολυάριθμες προειδοποιήσεις των συνδικαλιστικών φορέων για την απουσία υποδομών που να εξασφαλίζουν συνθήκες ασφάλειας στις μεταφορές του ΟΣΕ, τελικά «παίξαμε» με την ασφάλεια των επιβατών λες και ήταν «φρουτάκια» στο Λας Βέγκας. Και χάσαμε.
Το μοτίβο αυτό, αντί να αποτελεί απλώς ένα παράδειγμα προς αποφυγή στην ακαδημαϊκή βιβλιογραφία, μας επιβάλλεται σαν ζοφερή πραγματικότητα. Παρουσιάζει ένα κράτος που σκέφτεται και δρα σαν άλλος Επιμηθέας και αποδεικνύει επανειλημμένως στους πολίτες του τι απίδια πιάνει. Έπρεπε δηλαδή να συμβούν τα Τέμπη και οι πλημμύρες για να γίνει αντιληπτή η σημασία των υποδομών; Έπρεπε να πλημμυρίσει η Θεσσαλία, για να ενεργήσει ο Πρωθυπουργός για τη διαχείριση των υδάτων στην περιοχή, ζήτημα που ανέκαθεν την ταλάνιζε; Μάλλον δεν χρειαζόταν. Όπως και δεν χρειάζεται να ανακατευθύνονται πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης προς άλλες κατευθύνσεις μετά την καταστροφή σαν σπασμωδική κίνηση, για να καλυφθεί η ανάγκη αντίδρασης της κυβέρνησης. Τα χρήματα αυτά πιθανότατα θα λείψουν από την κατασκευή άλλων έργων, η απουσία των οποίων θα μπορούσε να αποβεί μοιραία στο μέλλον. Και έτσι, να καταδικαστούμε σε μια εκ νέου εθνική τραγωδία.
Η ελληνική κοινωνία δεν είναι σε θέση, ούτε αξίζει να υφίσταται τις συνέπειες αυτής της κακοδαιμονίας που καταδυναστεύει την ελληνική πολιτεία. Πολύ απλά, επειδή οι συνέπειες δεν σταματούν! Πρόκειται για ένα παρόν που δεν γίνεται παρελθόν. Άρα, προδιαγράφονται και ως μέλλον. Σε κάθε περίσταση, αναδεικνύεται η ανεπάρκειά μας σε κάτι καινούργιο. Κάθε «θυσία», όπως βαφτίζεται, παύει να είναι «θυσία», αν δεν αλλάζουν οι συνθήκες και η φιλοσοφία που οδήγησαν σε αυτή, και καθίσταται άδικη και τραγική απώλεια. Και το φάρμακο σε κάθε τέτοια απώλεια δεν μπορεί να αποτελεί η πρόσκαιρη υπερενασχόληση των μέσων ενημέρωσης με το πρόβλημα. Έτσι, απλώς καλλιεργούνται στις συνειδήσεις των πολιτών φρούδες ελπίδες ότι η πολιτεία έμαθε αφού έπαθε και ότι το πρόβλημα επιτέλους θα λυθεί. Και όλο αυτό, μέχρι σταδιακά να κορεστεί το θέμα και να αλλάξει η ατζέντα της επικαιρότητας, οπότε θα βρεθούμε ξανά στο σημείο μηδέν, είτε πρόκειται για τις πλημμύρες, είτε για τις πυρκαγιές, είτε για την οπαδική βία, είτε για τα μέσα σταθερής τροχιάς. Και αυτά είναι μόνο κάποια από τα πολλά παραδείγματα.
Το μεγάλο στοίχημα, λοιπόν, μιας κυβέρνησης που αναμετράται με τον προηγούμενο εαυτό της και τις προσδοκίες των πολιτών, ελλείψει δευτέρου κόμματος εξουσίας, είναι να φέρει την τομή που θα διαρρήξει τον ζημιογόνο αυτό φαύλο κύκλο στα ζητήματα εσωτερικής ασφάλειας. Η τομή πρέπει να δώσει λύσεις και όχι μόνο να εκκινήσει νέες συζητήσεις σχετικά με τη διάγνωση της αδυναμίας της ελληνικής πολιτείας και το παιχνίδι αντισφαίρισης με το μπαλάκι των ευθυνών. Από συζητήσεις άπαντες γνωρίζουμε, από τα καφενεία που βρίζουν, μέχρι τα γραφεία που αποφασίζουν και τα τηλεοπτικά παράθυρα. Από σωστή διακυβέρνηση και έγκαιρες λύσεις ελάχιστοι. Η σωστή διακυβέρνηση απαιτεί ηγεσία έναντι των καταστάσεων, και όχι κυνηγητό με τις συνέπειες που παράγουν αυτές. Γι’ αυτό επελέγη και αυτή η κυβέρνηση. Γιατί το 41% των ψηφοφόρων πίστεψε ότι είναι η μόνη που μπορεί να το φέρει εις πέρας. Ας μην διαψευστούν κατόπιν εορτής και αυτοί.