«Έχω γεννηθεί στην Ελλάδα, έχω παίξει με την Ελλάδα, αλλά όλοι ξέρουμε ότι είμαι Νιγηριανός».
Αυτή ήταν η απάντηση του Γιάννη Αντετοκούνμπο προ ημερών στο podcast ”48 minutes”, σε ερώτηση
σχετικά με την καταγωγή του. Για όσους δεν γνωρίζουν, ο Γιάννης Αντετοκούνμπο είναι Έλληνας καλαθοσφαιριστής και ένας από τους μεγαλύτερους αθλητές στην ιστορία του ελληνικού αθλητισμού.
Κατέκτησε το 2021 τον τίτλο του πρωταθλητή στο πρωτάθλημα μπάσκετ των Η.Π.Α. (NBA), με
την ομάδα των Milwaukee Bucks και αναδείχτηκε δύο φορές ο πολυτιμότερος παίκτης του
πρωταθλήματος.
Να τονίσουμε ότι ο Γιάννης έχει καταγωγή από την Νιγηρία, λόγω του ότι και οι δύο γονείς του είναι
Νιγηριανοί. Την ελληνική υπηκοότητα πήρε αφότου γεννήθηκε στην Ελλάδα και έλαβε την ελληνική
παιδεία με αποτέλεσμα να έχει το δικαίωμα (αλλά και την θέληση) να εκπροσωπήσει ως ενήλικας
πλέον την εθνική ομάδα της χώρας μας στην καλαθοσφαίριση. Αγωνίστηκε σε έξι διοργανώσεις με τα
«γαλανόλευκα» (2013, 2014, 2015, 2016, 2019, 2022), όπου οι καλές επιδόσεις του δεν κατάφεραν να
συνδυαστούν με κάποια επιτυχία για την «Επίσημη Αγαπημένη».
Σε κάθε δήλωση ή απόφαση του Γιάννη διαχρονικά παρατηρείται ο σχηματισμός δύο αντιμαχόμενων
πλευρών εντός της ελληνικής επικράτειας. Αυτοί που υποστηρίζουν τις δηλώσεις του ή ερμηνεύουν ως
λογικές τις συμπεριφορές του και αυτοί που αντιμάχονται τα παραπάνω. Όπως συμβαίνει τις
περισσότερες φορές, η πραγματικότητα στερεώνεται ανάμεσα στις δύο άκρες της κλωστής.
Ο Γιάννης γεννήθηκε και μεγάλωσε στα Σεπόλια την δεκαετία του 1990. Μία εποχή δύσκολη για την
Ελλάδα, καθότι τα μεταναστευτικά ρεύματα με κατεύθυνση την χώρα πολλαπλασιάζονταν. Το
αποτέλεσμα είναι ότι ο κρατικός μηχανισμός και οι πολίτες του κράτους δυσκολεύονται να
προσαρμοστούν στην νέα πραγματικότητα. Δύσκολη όμως και για τον Γιάννη. Η απόφαση των γονιών
του να έρθουν στην Ελλάδα τον φέρνει σε ένα σχετικά αξιοπρεπές και ασφαλές αστικό περιβάλλον
όπως αυτό της Αθήνας. Η νέα πραγματικότητα σίγουρα είναι πολύ καλύτερη από αυτήν που θα
αντιμετώπιζε, αν οι γονείς του παραμέναν στην αφρικανική ήπειρο.
Όμως, τελικά η νέα ζωή στην Αθήνα θα έχει πάρα πολλές δυσκολίες. Θα αναγκαστεί να βγει στους
δρόμους της πόλης ως μικροπωλητής, για να εξασφαλίσει το φαγητό της ημέρας. Παράλληλα, η
”δυσανεξία” των πολιτών της εποχής εκείνης προς το διαφορετικό θα τον φέρει αντιμέτωπο με την
καχυποψία και τα αδιάκριτα βλέμματα λόγω του χρώματος του δέρματός του και της φυλετικής του
καταγωγής. Παραφράζοντας την γνωστή φράση θα πω «το χέρι που σε ταΐζει, σε δαγκώνει καμιά
φορά…».
Δεν ξέρω αν μπορώ να μπω στην θέση του Γιάννη, αλλά θα προσπαθήσω. Φαντάζομαι ότι
μεγαλώνοντας σχηματίστηκαν στην ψυχή του δύο αντίθετοι πόλοι. Αφενός υπήρχε και υπάρχει η
ευγνωμοσύνη για το κράτος που λειτούργησε ως διαβατήριο για την αυτοεξέλιξή του, για την Ελλάδα.
Αφετέρου η αντιμετώπισή του ως “διαφορετικός” διαμόρφωσε την επιθυμία να βρει τις ρίζες του και να
ψάξει για ανθρώπους που θα τον αντιμετώπιζαν ως ”έναν από αυτούς”. Και το κράτος αυτό ήταν και
είναι η Νιγηρία.
Όσο και αν προσπαθήσει κάποιος για κάτι, το υποσυνείδητο και η ψυχή κυριαρχούν των
εκλογικευμένων διεργασιών του εγκεφάλου. Νομίζω ότι αυτό συμβαίνει και στην περίπτωση του
Γιάννη. Πήρε την ελληνική παιδεία και τον τρόπο ζωής, και προσπάθησε να ανταποδώσει τα οφέλη και την ανθρωπιά που πήρε από την χώρα μας. Ναι, υπήρχαν πολλοί άνθρωποι που του φέρθηκαν άψογα κατά την παιδική του ηλικία και το αναφέρει στην βιογραφία του. Αλλά στο τέλος της ημέρας κομμάτι
της ψυχής του, παραμένει στην Νιγηρία και την Αφρική.
Όντας μέλος οικογένειας που μετανάστευσε στην Γερμανία, μπορώ να μπω απόλυτα στην θέση του
Γιάννη. Μπορεί να ευγνωμονείς την χώρα που σου δίνει την ευκαιρία να επιβιώσεις και να εξελιχθείς,
αλλά ένα κομμάτι σου νιώθει ότι ανήκει αλλού. Πρέπει να αγαπήσουμε τον Γιάννη για αυτό που είναι.
Ένα δικό μας παιδί από άλλη οικογένεια. Και όπως τα παιδιά μιας οικογένειας, μόνο αν τα αγαπήσεις
και τα αποδεχτείς με όλη σου την ψυχή θα σου επιστρέψουν πίσω ευγνωμοσύνη και αγάπη. Τονίζω ότι
μιλάω για αγάπη, όχι υποτέλεια ούτε φανατική προσωπολατρία.
Αφενός ο Γιάννης δεν πρέπει να χάσει την ευγνωμοσύνη και την περηφάνειά του για την Ελλάδα, ό,τι και
αν συμβεί σε αυτήν. Η Ελλάδα υπήρξε το σκαλί για να ανέβει στην κορυφή του κόσμου. Αφετέρου ας
μην είμαστε και εμείς διχαστικοί απέναντί του. Ας τον υποστηρίξουμε αταλάντευτα με όλη μας την
ψυχή και θα έρθει η ώρα που θα δικαιωθούμε για αυτήν μας την απόφαση.
Ονομάζομαι Κωνσταντίνος Ξανθόπουλος και είμαι τεταρτοετής φοιτητής στο τμήμα Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου.
Στην προσπάθειά μου να γίνω καλύτερος ψάχνω συνεπιβάτες σε ένα ταξίδι με προορισμό την προσωπική και συλλογική βελτίωση.
Μετά το Ράδιο Πάντειον ο επόμενος σταθμός γράφει Φοιτητικός Κόσμος και ως συντάκτης του πλέον θα γράφω κείμενα αυτοβελτίωσης και όχι μόνο.