Μιλώντας πολλές φορές για τις κορυφαίες εθνικές ομάδες, σπάνια θα συμπεριλάβει κάποιος την Ουγγαρία ως ένα ποδοσφαιρικό έθνος που θα πρέπει να λογίζεται ως μία εξ αυτών. Κι όμως η χώρα της Κεντρικής Ευρώπης αποτελεί έναν «κοιμώμενο γίγαντα» του ποδοσφαίρου, όπου σε κάποιες περιπτώσεις η Ιστορία θα μπορούσε να ήταν εντελώς διαφορετική γι’ αυτήν. Η μεταπολεμική Ουγγαρία μπορεί να υπερηφανεύεται πως είχε στις τάξεις τις μερικούς από τους καλύτερους ποδοσφαιριστές της εποχής (και όχι μόνο) ενώ οι δύο χαμένοι τελικοί Παγκοσμίου Κυπέλλου υποδεικνύουν τις προοπτικές που είχε αυτή η πολυτάλαντη ομάδα.
Η λήξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου το 1918 έφερε την απόσχιση της Ουγγαρίας από την Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία και σταδιακά την άνθιση του ποδοσφαίρου στη χώρα. Ήταν από τις πρώτες ομάδες που αρέσκονταν στο επιθετικό ποδόσφαιρο χρησιμοποιώντας ένα καινοτόμο σύστημα με δύο αμυντικούς, τρεις μέσους και πέντε παίχτες στην επίθεση, μια πρωτοπορία της εποχής. Μερικές δεκαετίες αργότερα πολλοί χαρακτήρισαν το στυλ παιχνιδιού των Ούγγρων ως μια πρώιμη μορφή του «ολοκληρωτικού» ποδοσφαίρου της Ολλανδίας της δεκαετίας του 1970.
Οι «Μαγυάροι» συμμετείχαν σε ένα μικρό τουρνουά που διεξήχθη την περίοδο 1927-1928 με χώρες της κεντρικής Ευρώπης, αλλά ήταν απούσα από το πρώτο παγκόσμιο κύπελλο στην Ουρουγουάη, καθώς δεν προσκλήθηκε να συμμετάσχει στη διοργάνωση. Τέσσερα χρόνια αργότερα έκανε το ντεμπούτο της στα γήπεδα της Ιταλίας, νικώντας 4-2 την Αίγυπτο, αλλά χάνοντας το επόμενό τους παιχνίδι με την Αυστρία. Διαφορετική ήταν η ιστορία τέσσερα χρόνια αργότερα στην Γαλλία, όπου η Ουγγαρία με τις νίκες επί της Ελβετίας και της Σουηδίας (5-0) έφτασε με άνεση στον τελικό. Εκεί τα πράγματα εξελίχθηκαν αλλιώς, έχοντας αντίπαλο την πρωταθλήτρια του προηγούμενου τουρνουά, Ιταλία, η οποία με το σκορ στο 4-2 υπέρ της έκανε σαφές το ποια ομάδα ήταν πιο έτοιμη και πιο διψασμένη για το τρόπαιο.
Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος με την πρωτοφανή του αγριότητα έβαλε την διεξαγωγή ποδοσφαιρικών αγώνων σε δεύτερη μοίρα. Μετά τη λήξη του η Ουγγαρία βρισκόταν στην πλευρά των ηττημένων και αναγκάστηκε να παραχωρήσει τα 2/3 των εδαφών της στη Ρουμανία, γεγονός που ήταν επιζήμιο για το ηθικό του Ουγγρικού λαού. Στον απόηχο αυτού του καταστροφικού πολέμου όμως δημιουργήθηκε μια ομάδα που αποτέλεσε σημείο αναφοράς της εθνικής μέχρι και σήμερα. Οι «Μαγικοί Μαγυάροι», όπως τους αποκαλούσε ο διεθνής τύπος τότε, αποτελούνταν από ένα σύνολο από ποδοσφαιριστές-ορόσημα της εποχής οι οποίοι υπό την καθοδήγηση του ομοσπονδιακού προπονητή Γκούσταβ Σέμπες δημιούργησαν ένα εκπληκτικό σερί αποτελεσμάτων, καθώς από το 1950 μέχρι το 1956 ηττήθηκαν μόλις μια φορά. Η αποτελεσματικότητά τους ήταν το επακόλουθο ενός θεαματικού ποδοσφαίρου, πρωτοφανούς για τα τότε δεδομένα. Η κατάκτηση χρυσού μεταλλίου στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1952 άνοιξαν το δρόμο για το μουντιάλ της Ελβετίας το 1954, στο οποίο η Ουγγαρία φάνταζε το αδιαφιλονίκητο φαβορί. Άξιο αναφοράς είναι και το ιστορικό παιχνίδι ενάντια στην Αγγλία το 1953 στο Γουέμπλεϊ όπου οι Ούγγροι σόκαραν τους 105.000 παρευρισκόμενους με μια νίκη με 6-3 που αποτέλεσε και την πρώτη νίκη ομάδας στην ιστορία επί των «Τριών Λιονταριών» στο γήπεδό τους.
Η παρέα των Φέρεντς Πούσκας, Σάντορ Κότσις και Νάντορ Χιντεγκούτι έδειξαν από νωρίς στο τουρνουά τις προθέσεις τους με την «εννιάρα» επί της Νότιας Κορέας και την εμφατική νίκη με 8-3 επί της Δυτικής Γερμανίας στη φάση των ομίλων. Στους «8» με μια υποδειγματική εμφάνιση επικράτησαν με 4-2 επί της Βραζιλίας, κάνοντας αυτή την αναμέτρηση τον κινητήριο μοχλό για την ομάδα που θα κατακτούσε το επόμενο Παγκόσμιο Κύπελλο με μπροστάρη τον 17χρονο Πελέ. Σε αντίθεση με τα άλλα τρία παιχνίδια, αντιμετώπισε δυσκολίες με την Ουρουγουάη, καθώς παρά το γεγονός πως προηγήθηκε γρήγορα η «Σελέστε» με δύο γκολ στο 75′ και στο 86′ έστειλε το παιχνίδι στην παράταση. Εκεί ήταν η ώρα του Σάντορ Κότσις να λάμψει, στέλνοντας με δύο δικά του γκολ την Ουγγαρία για δεύτερη φορά σε τελικό Παγκοσμίου Κυπέλλου και γράφοντας ιστορία, έχοντας πετύχει 11 γκολ σε μία μόνο διοργάνωση, επίτευγμα που μέχρι σήμερα κανένας ποδοσφαιριστής δεν έχει πετύχει. Ο τελικός της Βέρνης κόντρα στη Δυτική Γερμανία φάνταζε ένας αγώνας διαδικαστικού χαρακτήρα δεδομένης της διαφοράς δυναμικής των δυο αντιπάλων. Λίγα λεπτά μετά το πρώτο σφύριγμα αυτή η εκτίμηση φαινόταν να επιβεβαιώνεται, αφού οι «Μαγικοί Μαγυάροι» προηγήθηκαν με δύο τέρματα στο 6ο και το 8ο λεπτό της αναμέτρησης. Οι Δυτικογερμανοί δεν είχαν πει όμως την τελευταία τους λέξη και μέσα σε οχτώ λεπτά ισοφάρισαν το εις βάρος τους σκορ. Από εκεί και πέρα οι Ούγγροι βομβάρδιζαν συνεχώς με ευκαιρίες την εστία των αντιπάλων τους, με τον τερματοφύλακά τους όμως Τόνι Τουρέκ να βρίσκεται σε κορυφαία φόρμα. Η αναποτελεσματικότητα των Ούγγρων έφερε νευρικότητα και παρά το γεγονός ότι συνέχισαν να πιέζουν για ένα νικηφόρο τέρμα, αυτό ήρθε τελικά για τους Γερμανούς με τον Χέλμουτ Ραν να πετυχαίνει στο 84′ την ολική ανατροπή. Δύο λεπτά πριν τη λήξη του αγώνα ο Φέρεντς Πούσκας κατάφερε να σκοράρει αλλά το γκολ του ακυρώθηκε, λανθασμένα, για οφσάιντ. Το τελικό σφύριγμα έφερε μια από τις μεγαλύτερες εκπλήξεις στην ιστορία του ποδοσφαίρου, αφήνοντας για άλλη μια φορά την Ουγγαρία με «άδεια χέρια».
Η εισβολή της Σοβιετικής Ένωσης στη χώρα το 1956 αποδείχθηκε επιζήμια για το ποδόσφαιρο με πολλούς από τους ποδοσφαιριστές της εθνικής να εγκαταλείπουν τη χώρα (μεταξύ άλλων και ο Πούσκας που κατέφυγε στην Ισπανία και έλαβε την Ισπανική υπηκοότητα). Η Εθνική ομάδα συνέχισε ωστόσο να «λάμπει», διότι συμμετείχε στους Ολυμπιακούς Αγώνες των ετών 1960,1964 και 1968 κατακτώντας τις δύο τελευταίες διοργανώσεις, δείχνοντας πως η επιτυχία της προηγούμενης δεκαετίας δεν ήταν εφήμερη.
Η τέταρτη θέση στο Ευρωπαϊκό Κύπελλο του 1972 ήταν και η τελευταία συμμετοχή της χώρας στη διοργάνωση μέχρι το 2016. Αντίστοιχα, ψάχνει τη συμμετοχή της και σε τελική φάση Παγκοσμίου Κυπέλλου από το 1986, που φαντάζει πλέον αρκετά μακρινό. Κανένας παίχτης-παράγωγο του ουγγρικού ποδοσφαίρου δεν έχει καταφέρει ενδιάμεσα να εντυπωσιάσει τόσο όσο η «χρυσή γενιά» του ’50, με το ποδόσφαιρο της χώρας να παραμένει στάσιμο. Οι φίλοι της εθνικής ομάδας ελπίζουν στην εμφάνιση παιχτών όπως ο Ντομινίκ Σόμποσλαι προκειμένου να πλησιάσουν στο να ζήσουν στιγμές αντάξιες της χρυσής τους γενιάς.
Ονομάζομαι Αντώνης Χαλάς και είμαι 21 ετών. Γεννημένος και μεγαλωμένος στο Μαρούσι έδειξα από μικρός αρκετό ενδιαφέρον σε οτιδήποτε μπορεί να φανταστεί κανείς αλλά, σε αντίθεση με τους περισσότερους φίλους και συμμαθητές, δεν μου άρεσε καθόλου το ποδόσφαιρο.
Από το 2012 μέχρι και το 2014 οι εντυπωσιακές πορείες της εθνικής μας ομάδας άλλαξαν ραγδαία αυτή την πεποίθησή μου και μέσα σε λίγο καιρό βρέθηκα να λατρεύω κάτι το οποίο όλα αυτά τα χρόνια μου φαινόταν παγερά αδιάφορο. Στα 16 μου και μπαίνοντας δειλά-δειλά στο κλίμα των πανελληνίων εξετάσεων, συνειδητοποίησα πόσο απολάμβανα το να συζητάω, να αναλύω και να εκφέρω την άποψή μου για τον βασιλιά των σπορ και έτσι αποφάσισα να ασχοληθώ με την αθλητική δημοσιογραφία.
Τέσσερα χρόνια αργότερα και έχοντας περάσει στο Τμήμα Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού του Παντείου Πανεπιστημίου έβλεπα πως η σχολή μου δεν συνέπιπτε με αυτό που ήθελα να κάνω μελλοντικά. Όλο αυτό άλλαξε, καθώς το 2023 μπήκα στο Ράδιο Πάντειον και συγκεκριμένα στο αθλητικό του παρακλάδι (Ράδιο Πάντειον Sports), ανοίγοντας έτσι ένα δρόμο στο να μετουσιώσω το όνειρό μου σε πραγματικότητα. Σε αυτό συμβάλλει και το podcast που βγάζω με τον συνεργάτη και πολύ καλό μου φίλο Χρήστο Σκούρα "Target Man" στο Spotify.
Στον ελεύθερό μου χρόνο μου αρέσει να πηγαίνω γυμναστήριο ή να κλωτσάω το "τόπι" (σε ερασιτεχνικό επίπεδο), ενώ δύσκολα λέω "όχι" σε μια εκδρομή με φίλους ή σε μία βραδιά για μπύρες. Η συμμετοχή μου στο Φοιτητικό Κόσμο αποτέλεσε μια επιλογή που έκανα χωρίς δεύτερη σκέψη, γνωρίζοντας προσωπικά τους περισσότερους συντάκτες, σε μια προσπάθεια να βελτιώσω τον τρόπο που εκφράζομαι γραπτώς αλλά και να συμμετέχω σε αυτό το πολύ ωραίο εγχείρημα.