Του Στέφανου Φραγκόπουλου, πτυχιούχου του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών και Δημόσιας Διοίκησης (ΕΚΠΑ) και φοιτητή στη Νομική Αθηνών.
Ο δεύτερος γύρος των αυτοδιοικητικών εκλογών της περασμένης Κυριακής επεφύλασσε εκπλήξεις. Ο φιλόδοξος στόχος που έθεσε η Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας για το 13+3 (επικράτηση των γαλάζιων υποψηφίων σε όλες τις Περιφέρειες και στους 3 μεγάλους Δήμους της χώρας) δεν επετεύχθη. Ειδικότερα, σε ό,τι αφορά τις Περιφέρειες που οδηγήθηκαν σε δεύτερη εκλογική αναμέτρηση, μόλις σε μία αναδείχθηκε Περιφερειάρχης ο στηριζόμενος από τη ΝΔ υποψήφιος, ο Δημήτρης Πτωχός στην Πελοπόννησο. Στις υπόλοιπες επικράτησαν έναντι των επιλογών της ΝΔ υποψήφιοι προερχόμενοι από τον ευρύτερο χώρο της, δίχως όμως να έχουν την επίσημη στήριξη του κόμματος (Τοψίδης στην Ανατολική Μακεδονία-Θράκη, Αμανατίδης στη Δυτική Μακεδονία, Τρεπεκλής στο Ιόνιο και Μουτζούρης στο Βόρειο Αιγαίο), ενώ στη Θεσσαλία Περιφερειάρχης εξελέγη ο στηριζόμενος από τις δυνάμεις της αντιπολίτευσης Δημήτρης Κουρέτας. Η μεγάλη ανατροπή βέβαια έλαβε χώρα στον Δήμο Αθηναίων, όπου ο Χάρης Δούκας συσπειρώνοντας τις δυνάμεις της αντιπολίτευσης διέψευσε τα προγνωστικά και κατάφερε να επικρατήσει του Κώστα Μπακογιάννη υπερτριπλασιάζοντας τα ποσοστά του σε σχέση με τον πρώτο γύρο (56% ενώ στον πρώτο είχε λάβει 15%). Αλλαγή ηγεσίας σημειώθηκε και στον Δήμο Θεσσαλονίκης, όπου ο ανεξάρτητος Στυλιανός Αγγελούδης επικράτησε άνετα του απερχόμενου Δημάρχου (επίσημα στηριζόμενου από τη ΝΔ) Κωνσταντίνου Ζέρβα.
Η ανάγνωση του εκλογικού αποτελέσματος και η ανάλυση για το κατά πόσο μπορεί να επηρεάσει τις πολιτικές εξελίξεις πρέπει να γίνει σε δύο επίπεδα: στο σύνολο του πολιτικού σκηνικού αφενός και ξεχωριστά για την ίδια την ΝΔ αφετέρου. Υπό αυστηρά κομματικούς όρους (αν και δεν είναι δογματικά και πρακτικά ορθό να αντιμετωπίζεται έτσι η αυτοδιοίκηση, ως κομματικό “λάφυρο”), απαντήσεις έδωσε ο πρώτος γύρος των εκλογών, η κάλπη της πρώτης Κυριακής. Οι υποψήφιοι της ΝΔ επικράτησαν δίχως δυσκολία, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τον Νίκο Χαρδαλιά στην Περιφέρεια Αττικής (συγκέντρωσε 46,7%). Γενικότερα δεν παρατηρήθηκε σημαντική απόκλιση των επιδόσεων των υποψηφίων από τις επιδόσεις του κόμματος που τους στήριξε και που εκείνο κατέγραψε στις διπλές βουλευτικές εκλογές του περασμένου καλοκαιριού. Επομένως, ιδιαίτερες μεταβολές στον συσχετισμό ισχύος των κομμάτων δεν παρατηρούνται.
Ο δεύτερος γύρος είναι πάντα μια ιδιαίτερη εκλογική αναμέτρηση, καθώς οι ψηφοφόροι έχουν μόνο δύο επιλογές και είναι πιθανό η αρχική τους προτίμηση να μην ήταν μία από αυτές. Αυτοί οι ψηφοφόροι επιλέγουν με τη λογική “το μη χείρον βέλτιστον”. Ακριβώς λόγω του περιορισμού των υποψηφίων, συχνά δημιουργούνται ετερόκλητες συμμαχίες στη λογική της μετωπικής σύγκρουσης, με όρους συσπείρωσης-αντισυσπείρωσης. Σε καμία όμως περίπτωση δεν πρέπει να οδηγηθούμε στο συμπέρασμα πως σε κάθε εκλογική αναμέτρηση οι ψηφοφόροι συνασπίζονται κατά του νικητή του πρώτου γύρου των εκλογών και πως ο νικητής της πρώτης κάλπης δεν έχει περιθώρια αύξησης των δυνάμεών του. Το 2019, για παράδειγμα, στην Περιφέρεια Αττικής ο Γιώργος Πατούλης στον πρώτο γύρο συγκέντρωσε 37,6%, ενώ στον δεύτερο αύξησε τις δυνάμεις του και εξελέγη πανηγυρικά έναντι της Ρένας Δούρου με ποσοστό 65,75%. Οι αυτοδιοικητικές εκλογές υπερβαίνουν τις κομματικές ταυτίσεις και τα πρόσωπα διαδραματίζουν συχνά σημαντικό ρόλο (π.χ. ο Απόστολος Τζιτζικώστας επανεξελέγη στην Κεντρική Μακεδονία με 60%, ενώ τα ποσοστά της ΝΔ στις βουλευτικές εκλογές κυμάνθηκαν μεταξύ 38%-45% στις συγκεκριμένες εκλογικές περιφέρειες). Σημαντικό ρόλο όμως διαδραματίζουν και οι συνθήκες υπό τις οποίες διεξάγεται μία εκλογική αναμέτρηση, καθώς και τυχόν γεγονότα που έχουν προηγηθεί. Η πολύπαθη Θεσσαλία συνιστά το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα.
Ένδειξη του ότι στο άμεσο μέλλον δεν διαφαίνεται ανατροπή συσχετισμών είναι και ο Δήμος Αθηναίων. Ο Κώστας Μπακογιάννης στον πρώτο γύρο έλαβε 41%, 2% λιγότερο από αυτό που χρειαζόταν για να εκλεγεί δίχως δεύτερο γύρο. Σημαντικότερη είναι όμως η διαπίστωση πως τέτοια διαφορά είχε και από την εκλογική επίδοση της ΝΔ στον Δήμο Αθηναίων τον Ιούλιο του 2023 (43,27%) και από εκείνη του Νίκου Χαρδαλιά στον Κεντρικό Τομέα της Αθήνας (43,85%), που περιλαμβάνει τον Δήμο Αθηναίων. Από τη στιγμή που έλαβε 7 χιλ. λιγότερες ψήφους στη δεύτερη κάλπη, είναι πιθανόν πως ο Χάρης Δούκας διείσδυσε και στο κεντροδεξιό ακροατήριο, αποσπώντας ένα μικρό αλλά κρίσιμο μέρος του που τον οδήγησε στην νίκη. Σαφώς και ήταν σημαντική η στήριξη του υποψηφίου του ΣΥΡΙΖΑ Κώστα Ζαχαριάδη, ωστόσο η ανατροπή υπερβαίνει τα όρια μίας στενής εκλογικής συμμαχίας ΣΥΡΙΖΑ-ΠΑΣΟΚ, ιδιαίτερα από τη στιγμή που τα ποσοστά τους στον πρώτο γύρο βρίσκονταν αθροιστικά μόλις στο 27,5%. Μία υπόθεση εργασίας που συνηγορεί υπέρ της μη αλλαγής συσχετισμών είναι και η εξής: είμαστε σίγουροι πως ο Μπακογιάννης δεν θα είχε επανεκλεγεί, αν αντί του Δούκα αντιμετώπιζε στον δεύτερο γύρο τον Ζαχαριάδη; Η δυσανεξία της πλειοψηφίας του εκλογικού σώματος προς τον ΣΥΡΙΖΑ και τους υποψηφίους του έχει εκφραστεί σε όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις από το 2019 μέχρι και σήμερα. Σαφώς και υπήρχε δυσαρέσκεια και απογοήτευση από τα πεπραγμένα του πρώην Δημάρχου, πρέπει να υπάρχει όμως και μια σοβαρή εναλλακτική που θα μπορέσει να εκφράσει αυτή τη δυσαρέσκεια και να προτείνει λύσεις. Τέτοια περίπτωση υποψηφίου είναι ο Χάρης Δούκας, άφθαρτος, με προτάσεις για την καθαριότητα της πόλης και τη βελτίωση της καθημερινότητας των Αθηναίων πολιτών. Και οι Αθηναίοι τον εξέλεξαν.
Το εκλογικό αποτέλεσμα δεν σηματοδοτεί μεταβολές στο πολιτικό σκηνικό συνολικά. Για τη ΝΔ όμως τι σημαίνει; Είναι η πρώτη φορά από τότε που ανέλαβε ο Κυριάκος Μητσοτάκης την ηγεσία του κόμματος που μία εκλογική αναμέτρηση βρίσκει τη ΝΔ ηττημένη. Και το 2019 υπήρξε δεύτερος γύρος των αυτοδιοικητικών εκλογών, τότε όμως η ΝΔ κέρδισε στις 12 από τις 13 Περιφέρειες. Ο απολογισμός σήμερα είναι 7/13. Το γεγονός πως πλην Θεσσαλίας οι αντίπαλοι υποψήφιοι προέρχονταν από τον κεντροδεξιό χώρο δεν αποτελεί δικαιολογία ούτε καταπραϋντικό παράγοντα, καθώς οι επιλογές του Πρωθυπουργού ηττήθηκαν, και δεδομένου του κυρίαρχου ρόλου που διαδραματίζει στο ελληνικό πολιτικό σκηνικό, ηττήθηκε και ο Πρωθυπουργός. Τα αποτελέσματα συνιστούν σαφή και έντονη ρωγμή στην πολιτική κυριαρχία της ΝΔ, η Κυβέρνηση της οποίας μετά τις εκλογές του Ιουλίου δρα σαν να έλαβε “λευκή επιταγή” και όχι ανανέωση εμπιστοσύνης από τους ψηφοφόρους. Ανεπαρκής αντίδραση στις φυσικές καταστροφές, αναιμική αντίδραση στην παραβίαση των δικαιωμάτων της ελληνικής μειονότητας στην Αλβανία από το καθεστώς Ράμα, τραγική διαχείριση του μεταναστευτικού με θεαματική αύξηση των ροών και των αφίξεων που θυμίζει εποχές 2015-16, και όλα αυτά ενώ η ακρίβεια μαίνεται και δεν δείχνει να υποχωρεί σύντομα.
Είναι πρόδηλο πως οι ψηφοφόροι δεν ανέχονται την μετριότητα, και πολύ περισσότερο την αλαζονεία. Αλαζονεία που έχει εκδηλωθεί πολλές φορές, από περιπαικτικές δηλώσεις Υπουργών (όσοι ασκούν κριτική για το μεταναστευτικό είναι κατά τον Υπουργό Μετανάστευσης “επαγγελματίες ανησυχούντες”) μέχρι και καθεστωτικές αντιλήψεις που συνέδεαν τη βοήθεια προς τους πλημμυροπαθείς με την επικράτηση των κυβερνητικών υποψηφίων. Τελευταίο: η διείσδυση σε άλλα κοινά δεν θα αποδίδει πάντα οφέλη. Ελλείψει σοβαρής εναλλακτικής είναι θεμιτή, ως πολιτική προσέγγιση όμως έχει όρια, όπως φάνηκε την Κυριακή. Η αποξένωση της παραδοσιακής βάσης του κόμματος είναι απευκταία. Ειδικά από τη στιγμή που η μοναδική νίκη της ΝΔ, στην Πελοπόννησο απέναντι σε έναν σκληρό αντίπαλο, τον Πέτρο Τατούλη, οφείλεται εν πολλοίς στην ενεργοποίηση της βάσης με την πρωτοβουλία και την προσωπική δράση του πρώην Πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά.