Η Ανάσταση ζωντανών που άργησε μια ζωή

Η Ανάσταση ζωντανών που άργησε μια ζωή

Της Παναγιώτας Μητσοπούλου, πρώην συντάκτριάς μας

Είναι από τις στιγμές που νιώθεις κενή ή υπερπλήρης, η Μεγάλη Εβδομάδα, η Εβδομάδα των Παθών κυλάει πιο γρήγορα και από τα δάκρυα της Ανάστασης, η Επικαιρότητα να αλλάζει πρόσωπο διαρκώς, να μεταμορφώνεται και εσύ να μην ξέρεις ποιο πρόσωπο να διαλέξεις, εκείνο που πονάει ή εκείνο που βολεύει; Η πραγματικότητα να χτυπάει από παντού και το μέσα να πνίγεται στην ανάγκη του να ζήσει.

Ένα τέτοιο πρωί που οι σκέψεις με βασάνιζαν, με στρίμωχναν, με ενοχλούσαν, έπεσα πάνω στην δημοσίευση του αγαπημένου μου -και εύχομαι και εσάς- Στέφανου Ξενάκη. Πώς τελικά εγκλωβιζόμαστε περιμένοντας την σωτηρία από τους άλλους; Είμαστε μερικές φορές δειλοί, δειλοί και φοβισμένοι. Αγκαλιάζουμε τον φόβο, τις αμφιβολίες, τις ανασφάλειες και πάσης φύσεως αρνητικές αποχρώσεις ενός χρώματος που έχουμε επιλέξει να το βλέπουμε μαύρο, ενώ δεν είναι. Συμβιβάζουμε και συμβιβαζόμαστε, περιμένοντας το θείο χέρι που θα έρθει και θα μας φέρει όλα όσα ονειρευόμαστε, όλα όσα επιθυμούμε πραγματικά. Αρνούμαστε να δούμε το φως και επιλέγουμε το σκοτάδι. Πολύ ρομαντική διατύπωση,  αλλά πέρα για πέρα αληθινή.

Κάνουμε όνειρα αλλά και δεν κάνουμε, μην πέσουμε από το συννεφάκι, χαθεί η προσδοκία και απογοητευτούμε, όμως πώς μαθαίνουμε τελικά τι είναι ζωή; Πώς μαθαίνουμε να ζούμε, σε ένα κόσμο που δεν υπάρχουν λάθη αλλά μόνο μαθήματα; Παθαίνουμε και μαθαίνουμε και το πάθημα δεν έχει εκδικητικό χαρακτήρα, γιατί αν είχε, δεν θα μαθαίναμε ποτέ ποδήλατο και χιλιάδες άλλα πράγματα, ακόμα και να περπατάμε. Αν όταν πέφταμε δεν είχαμε κάποιον να μας σηκώνει, να μας ενθαρρύνει και να μας δείχνει το δρόμο για το παρακάτω.

Όμως μεγαλώσαμε και το αόρατο χέρι, ο αόρατος υποστηρικτής -και ο πιο σημαντικός- είναι πλέον ο εαυτός μας. Εμείς κουβαλάμε καρδιά και νου, εμείς και οι επιλογές μας καθορίζουν την Σταύρωση και την Ανάσταση των. Εμείς και μόνο εμείς θα βρούμε τα «παράθυρα» της εξιλέωσης, της συγχώρεσης και εν τέλει της ανάστασης. Είναι αυτό που λέει ο Καβάφης: «Μα τα παράθυρα δεν βρίσκονται, ή δεν μπορώ να τάβρω». Δεν μπορούμε, δεν θέλουμε, αρκούμαστε σε λίγες ζωές γιατί η αλλαγή, η εξέλιξη, θέλει αποδοχή και συγχώρεση, κόπο και ιδρώτα. Πώς όμως θα αποδεχτούμε το μέσα μας όταν δεν το ‘χουμε κοιτάξει ποτέ στα μάτια, όταν δεν του είπαμε ένα καλό λόγο, όταν δεν το αγαπήσαμε στα πιο δύσκολά του – η δυσκολία πονάει γιατί είναι αληθινή, ενώ το εύκολο είναι ψέμα γιατί νομίζουμε πως κρατάει για πάντα.

Και έτσι αρκούμαστε στα λίγα γιατί «δεν βαριέσαι», γιατί «ποιος να τρέχει». Γιατί «Ίσως το φως θα ‘ναι μια νέα τυραννία», γιατί ίσως αυτή η άλλη ζωή που ενοχλεί, απαιτεί,  παραπονιέται -που λέει και η Δημουλά- τιμά και σέβεται την ανάσταση του θεού έχοντας αφήσει τον θεό που κρύβει μέσα του σταυρωμένο. Δεν ζούμε και έχουμε την απαίτηση να μας ζήσουν οι άλλοι. Μα πώς ζητάω ένα χέρι, όταν εγώ έχω κόψει από την ρίζα το δικό μου;

Και σας τα λέει αυτά, η πιο καλά σφιχταγκαλιασμένη με τον μανδύα του φόβου ύπαρξη.

Αλλά ας πετάξουμε τους μανδύες και ας φορέσουμε ζωές, αληθινές, ζωντανές και φωτισμένες.

Καλό Πάσχα, Καλή ανάσταση και μην δακρύσετε για τον θεό που αναστήθηκε, όταν ο δικός σας είναι ακόμα σταυρωμένος.

+ posts