Σκάνδαλο Υποκλοπών: Ακαδημαϊκοί από Πάντειο, ΑΠΘ μιλούν για εκτροπή του πολιτεύματος

Σκάνδαλο Υποκλοπών: Ακαδημαϊκοί από Πάντειο, ΑΠΘ μιλούν για εκτροπή του πολιτεύματος

Σε άκρως σημαντικά ερωτήματα για το πολίτευμα, τη λειτουργία της Δημοκρατίας στη χώρα και το σκάνδαλο των υποκλοπών που έχει προκαλέσει πολιτικό σεισμό, απαντούν οι κύριοι καθηγητές Δ. Χριστόπουλος, Κ. Χρυσογόνος, Σ. Σεφεριάδης, Α. Καϊδατζής και ο διδάκτορας κ. Απ. Παπατόλιας. Γιατί πάντα σε υψίστης σημασίας ζητήματα αξίζει να ακούμε τη γνώμη των επιστημόνων, ώστε να κατανοήσουμε σε βάθος και αυτήν την πολιτική εκτροπή των ημερών που διανύουμε. Αναδημοσιεύουμε τις απαντήσεις τους από την “Εφημερίδα των Συντακτών”, που μαζί με την Reporters United και το Inside Story, συνέβαλαν στις αποκαλύψεις για τις σχέσεις του Μαξίμου και του Γ. Δημητριάδη με το κατασκοπευτικό λογισμικό Predator.

Σε ποια καθεστώτα προσιδιάζει η παρακολούθηση πολιτικών της αντιπολίτευσης; Σηματοδοτεί το σκάνδαλο των υποκλοπών μια ένδειξη ενός συστήματος σε αξεπέραστη κρίση; Πώς διασφαλίζεται ότι η κυβέρνηση δεν θα μετατραπεί σε εκλεγμένη δικτατορία; Μπορεί κάποιος να παρακολουθείται με αδιαφανή κριτήρια και χωρίς εγγυήσεις; Πρέπει να συγκροτηθεί εξεταστική των πραγμάτων επιτροπή για τις παρακολουθήσεις; Σ’ αυτά τα ερωτήματα απαντούν τέσσερις έγκριτοι καθηγητές και ένας διδάκτορας, με αφορμή το θέμα που συγκλονίζει το πολιτικό σύστημα αυτές τις ημέρες.

Ένοχος

Του Δημήτρη Χριστόπουλου

Καθηγητής Πολιτειολογίας και κοσμήτορας Σχολής Πολιτικών Επιστημών Παντείου Πανεπιστημίου

Οι αποκαλύψεις για τις παράνομες –ή και νόμιμες– ακροάσεις είναι η κορυφή του παγόβουνου. Ο αρχηγός του ΠΑΣΟΚ δεν είναι κάποιος θιασώτης της βίας ή πολιτικός εξτρεμιστής ούτε κάποιος που μπορεί να θεωρείται εν δυνάμει κίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια. Αν παρακολουθείται ο Νίκος Ανδρουλάκης, αυτό σημαίνει ότι παρακολουθούνται χιλιάδες επώνυμοι και μη συμπολίτες μας με κριτήρια απολύτως αδιαφανή και θεσμικά ανεξέλεγκτα. Αυτό δεν είναι πολιτικό, αλλά πολιτειακό πρόβλημα. Κυρίως δε από τη στιγμή που η ΕΥΠ υπάγεται στον ίδιο τον πρωθυπουργό. Αν ο Κυριάκος Μητσοτάκης γνώριζε την παρακολούθηση του Νίκου Ανδρουλάκη από την ΕΥΠ και δεν τη σταμάτησε, είναι δόλιος. Αν δεν γνώριζε την παρακολούθηση από την υπηρεσία που με δική του πρωτοβουλία υπάγεται στον ίδιο, είναι απλώς ανίκανος. Και στις δύο περιπτώσεις είναι ένοχος και αυτό εγείρει μείζον ζήτημα ουσιαστικής πολιτικής νομιμοποίησης του πρωθυπουργού της Ελλάδας.

Θυμίζω ότι από καταβολής Ηνωμένων Πολιτειών, πρόεδροι έχουν κατηγορηθεί ή διωχθεί για πράξεις από λεκέδες εκσπερμάτωσης μέχρι εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Κανείς δεν παραιτήθηκε, με την εξαίρεση του μοναδικού που κατηγορήθηκε για σύστημα παράνομων υποκλοπών και παρακολουθήσεων. Οφείλουμε να επαγρυπνούμε για το τι έπεται, γιατί μπορεί να υπάρχουν και χειρότερα.

Ποινικές και πειθαρχικές διώξεις

Του Κώστα Χρυσόγονου

Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου ΑΠΘ

Η παρακολούθηση των τηλεφώνων πολιτικών της αντιπολίτευσης συνιστά χαρακτηριστικό γνώρισμα αυταρχικών ή ημιαυταρχικών καθεστώτων. Το άρθρο 19 του Συντάγματος επιτρέπει την άρση του τηλεφωνικού απορρήτου μόνο για λόγους εθνικής ασφαλείας και είναι προφανές ότι ο αρχηγός (ή υποψήφιος) του τρίτου κοινοβουλευτικού κόμματος δεν μπορεί να θεωρείται απειλή για την εθνική ασφάλεια σε ένα κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης με κοινοβουλευτικό πολίτευμα, εν έτει 2021-2022. Άρα, η υποκλοπή σε βάρος του Νίκου Ανδρουλάκη συνιστά αντιδημοκρατική εκτροπή. Αν η εποπτεύουσα την ΕΥΠ εισαγγελέας Εφετών έχει υπογράψει σχετικό ένταλμα, πρέπει να διωχθεί πειθαρχικά και ποινικά για παράβαση καθήκοντος.

Δεδομένου, εξάλλου, ότι η ΕΥΠ υπάγεται απευθείας στον πρωθυπουργό, σύμφωνα με το άρθρο 21 του ν. 4622/2019 περί «επιτελικού κράτους», ο Κυριάκος Μητσοτάκης φέρει ακέραιη την πολιτική ευθύνη. Εάν δεν γνώριζε ότι ο διορισμένος από τον ίδιο διοικητής της ΕΥΠ ζήτησε την παρακολούθηση Ανδρουλάκη, σημαίνει ότι είχε ανεχθεί τη δημιουργία ανέλεγκτων παρακρατικών μηχανισμών, ενώ αν αποδειχθεί ότι γνώριζε, τούτο σημαίνει ότι είναι τόσο επικίνδυνος για την ελληνική Δημοκρατία όσο ήταν κι ο Ρίτσαρντ Νίξον για την αμερικανική.

Διολίσθηση στον αυταρχισμό

Του Σεραφείμ Ι. Σεφεριάδη

Καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, life member στο Πανεπιστήμιο του Cambridge, διευθυντής του Εργαστηρίου Συγκρουσιακής Πολιτικής

Το σκάνδαλο των υποκλοπών αποτελεί ακόμα μία ένδειξη ενός συστήματος σε βαθιά, αξεπέραστη κρίση. Αποκαλύπτει όχι απλώς μια σοβούσα δημοκρατική δυσλειτουργία αλλά κάτι πολύ βαθύτερο: αποκαλύπτει σήψη. Πρέπει όμως οι ενεργοί πολίτες να μην πέσουν στην παγίδα μιας στενά νομικίστικης θέασης του προβλήματος. Η διολίσθηση στον αυταρχισμό (διότι περί αυτού πρόκειται) –με διωγμούς δημοσιογράφων, ευτελισμό της κοινοβουλευτικής λειτουργίας, παραδικαστικά κυκλώματα, ασφυκτικό έλεγχο στα ΜΜΕ κ.α.– δεν είναι η αιτία της κρίσης, είναι τα συμπτώματά της. Αιτία είναι η συστηματική καταλήστευση της κοινωνίας από μια ισχνή, αντιπαραγωγική αλλά και αδίστακτη ολιγαρχία που πασχίζει με κάθε μέσο να οχυρωθεί απέναντι στην επερχόμενη λαϊκή νέμεση (που άκοπα όσο και ανόητα θα ονομαστεί «λαϊκισμός»).

Στο πλαίσιο αυτό εντείνεται η προληπτική καταστολή και καταπατούνται στοιχειώδη δημοκρατικά δικαιώματα χωρίς αιδώ, περίσκεψη ή καταισχύνη. Στις περιστάσεις έχει βέβαια σημασία το πρόβλημα των άνομων παρακολουθήσεων να καυτηριαστεί: δεν είναι δυνατόν η ΕΥΠ να αποτελεί προσωπική ευθύνη κανενός – απαιτούνται δημοκρατικός έλεγχος και ισχυροί θεσμοί λογοδοσίας. Απαιτείται όμως και επιθετική ανάδειξη των συστημικών καταβολών όλης αυτής της θεσμικής κατρακύλας. Το αίτημα για παραίτηση της κυβέρνησης πρέπει να συνοδεύεται με δράσεις για την πολιτική εκείνη των ρήξεων που θα μπορέσει να εξαλείψει τις αιτίες της οργανικής φαυλότητας.

Πολιτική ευθύνη και αρμοδιότητα

Του Ακρίτα Καϊδατζή

Επίκουρος καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου ΑΠΘ

Πυλώνας του κοινοβουλευτικού συστήματος είναι η πολιτική ευθύνη της κυβέρνησης. Αυτή είναι ο μηχανισμός που διασφαλίζει ότι η κυβέρνηση δεν μετατρέπεται σε εκλεγμένη δικτατορία μέχρι τις επόμενες εκλογές. Η πολιτική ευθύνη αποδίδεται κατά κανόνα με την παραίτηση ή αποπομπή κυβερνητικών στελεχών για σοβαρές αστοχίες ή αποτυχίες στο πεδίο της αρμοδιότητάς τους, ανεξαρτήτως του αν υπάρχει προσωπική νομική ευθύνη τους.

Μια παραίτηση συνιστά γνήσια πράξη ανάληψης πολιτικής ευθύνης μόνον όταν συνοδεύεται από πλήρη διαλεύκανση των περιστάσεων της κυβερνητικής αστοχίας και των αιτιών της. Διαφορετικά, η παραίτηση κάποιου υπηρεσιακού υφιστάμενου μπορεί να είναι το ακριβώς αντίθετο: πράξη συγκάλυψης για να μη διερευνηθεί η κυβερνητική αστοχία και να μην αναλάβει την πολιτική ευθύνη που του αναλογεί ο πολιτικός προϊστάμενος.

Το άρθρο 85 του Συντάγματος λέει ότι οι υπουργοί είναι συλλογικώς υπεύθυνοι για τη γενική πολιτική της κυβέρνησης και καθένας από αυτούς για τις πράξεις ή παραλείψεις της αρμοδιότητάς του. Ένα -ακόμα άγνωστων διαστάσεων και προεκτάσεων- σκάνδαλο τηλεφωνικών παρακολουθήσεων συγκλονίζει τη χώρα. Ελάχιστα ξέρουμε γι’ αυτό και ακόμα λιγότερα εξηγήθηκαν επισήμως. Ξέρουμε όμως ότι τουλάχιστον ένας ευρωβουλευτής, ήδη αρχηγός κοινοβουλευτικού κόμματος, και δημοσιογράφοι παρακολουθούνταν για άδηλους λόγους. Αυτή είναι μια τεράστια, μια παταγώδης κυβερνητική αστοχία. Οι παραιτήσεις διορισμένων κυβερνητικών στελεχών, του διοικητή της ΕΥΠ και του Γ.Γ. του πρωθυπουργού, δεν συνοδεύτηκαν από καμία εξήγηση και δεν συνιστούν ανάληψη πολιτικής ευθύνης. Ο υπουργός στον οποίο ανήκει το συγκεκριμένο πεδίο αρμοδιότητας είναι, μετά τον νόμο για το επιτελικό κράτος, ο πρωθυπουργός. Σ’ αυτόν ανήκει η πολιτική ευθύνη και αυτός οφείλει να την αναλάβει.

Αναγκαία η σύγκληση της Ολομέλειας της Βουλής

Του Απόστολου Παπατόλια

Διδάκτορας Δημοσίου Δικαίου και σύμβουλος του ΑΣΕΠ

Εκτιμώ ότι είναι απολύτως αναγκαία η σύγκληση της Ολομέλειας της Βουλής, προκειμένου να τεθεί το ζήτημα της εξεταστικής των πραγμάτων επιτροπής από τις πολιτικές δυνάμεις που το επιθυμούν. Δεν μπορεί να παρατείνεται άλλο μια τέτοια θεσμική και πολιτειακή στην ουσία της εκκρεμότητα η οποία αγγίζει τις σχέσεις του πρωθυπουργού με τον αρχηγό της ελάσσονος αντιπολίτευσης.

Όλη όμως αυτή η διαδικασία θα πρέπει να διέπεται από την ειλικρινή προσέγγιση της κυβερνητικής πλειοψηφίας, καθώς έχει μεν θεσπιστεί το δικαίωμα της αντιπολίτευσης να συστήνει εξεταστικές επιτροπές (δύο ανά κοινοβουλευτική περίοδο), πλην όμως η σύνθεση της επιτροπής αντανακλά την κοινοβουλευτική δύναμη των κομμάτων με αποτέλεσμα να έχει η κυβερνητική πλευρά τον έλεγχο της διαδικασίας. Επομένως, πρέπει να διασφαλιστούν οι όροι διαφανούς και καλόπιστης προσέγγισης, καθώς είναι πιθανό μια εξεταστική επιτροπή να εξελιχθεί σε προανακριτική επιτροπή κατά τους όρους του Συντάγματος.

Το άρθρο 19 παρ 1 του Συντάγματος λέει ότι η δικαστική εξουσία δεν δεσμεύεται από την απόλυτη απαγόρευση σε δύο εξαιρετικές περιπτώσεις: α) για θέματα εθνικής ασφάλειας, β) για διερεύνηση πολύ σοβαρών ποινικών αδικημάτων. Είναι προφανές ότι η περίπτωση Ανδρουλάκη θα μπορούσε να αφορά μόνο «θέμα εθνικής ασφάλειας». Σε τέτοιες περιπτώσεις, η δικαστική εξουσία με τον αρμόδιο εισαγγελέα της ΕΥΠ αξιολογούν εάν συντρέχουν τέτοιοι λόγοι, πάντα με φειδώ, περίσκεψη και πλήρη αξιολόγηση. Η ενεργοποίηση αυτής της αρμοδιότητας πρέπει να γίνεται προφανώς κατ’ εξαίρεση και με πλήρη επίγνωση της σοβαρότητας του θέματος, όταν πρόκειται για αρχηγό κόμματος της αντιπολίτευσης.

Το Σύνταγμα βεβαίως δεν προβλέπει άλλη εγγύηση ρητώς, παρά μόνο τη διαδικαστική εγγύηση της εισαγγελικής άδειας. Κατανοώ όμως και τις απόψεις άλλων συνταγματολόγων, όπως του Ν. Αλιβιζάτου, που αναζητούν πρόσθετες εγγυήσεις στην παρέμβαση της ειδικά προβλεπόμενης από το Σύνταγμα ανεξάρτητης Αρχής για την προστασία του απορρήτου, δηλαδή της ΑΔΑΕ. Θα πρέπει ίσως, για ένα τέτοιο σοβαρό θέμα, να εξαντληθεί το οπλοστάσιο των συνταγματικών εγγυήσεων για την άρση του τηλεφωνικού απορρήτου.

Πηγή δημοσιεύματος: https://www.efsyn.gr/

+ posts